15.9.13

Το κείμενο της Σύνταξης της ΚΟΜΕΠ

Εξι μήνες μετά το 19ο Συνέδριο του ΚΚΕ οι πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις επιβεβαιώνουν βασικές θέσεις και εκτιμήσεις του Συνεδρίου για το προς τα πού οδηγείται η κατάσταση.
Σε αυτό το διάστημα πραγματοποιήθηκαν τα συνέδρια των δύο βασικών κομμάτων που διεκδικούν τον κυρίαρχο ρόλο στην αστική διακυβέρνηση, επιδιώκοντας να προωθήσουν την αναμόρφωση του αστικού πολιτικού συστήματος με τη διαμόρφωση του νέου δίπολου, κεντροδεξιάς - κεντροαριστεράς, στην εναλλαγή συμμαχικών κυβερνητικών σχημάτων.
Η ΝΔ, έχοντας πρωταγωνιστικό ρόλο στη σημερινή κυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, επιδιώκει να κατοχυρώσει αυτό το ρόλο αξιοποιώντας και τη στήριξη διεθνών κέντρων (βλ. επίσκεψη Σαμαρά στις ΗΠΑ), να διευρύνει την επιρροή της προς τα «δεξιά» (περιορίζοντας την απώλεια της επιρροής της σε δυνάμεις που προσέγγισαν τη «Χ.Α.» αλλά και τους «ΑΝ.ΕΛ.»), αλλά και προς το «κέντρο» (σε δυνάμεις που μετακινούνταν μεταξύ ΝΔ και ΠΑΣΟΚ).
Από την άλλη, το συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ, παρά τις όποιες φαινομενικά ριζοσπαστικές διακηρύξεις και αντιπαραθέσεις στο εσωτερικό του, επιβεβαίωσε την πορεία σοσιαλδημοκρατικοποίησής του, που εκφράστηκε και με τη διαμόρφωσή του σε ενιαίο πολυτασικό κόμμα.
Το γεγονός ότι στα όργανά του μειοψήφησαν τα προερχόμενα από το ΠΑΣΟΚ στελέχη, δεν αναιρεί αυτή την εξέλιξη. Η ανασυγκρότηση της σοσιαλδημοκρατίας γίνεται και μέσω της ανανέωσης του στελεχικού της δυναμικού και μάλιστα με στελέχη που έχουν «αριστερές», ακόμα και «κομμουνιστογενείς» περγαμηνές και πιο έντονες αντικαπιταλιστικές αναφορές. 

Δεν είναι έξω από την ιστορία της σοσιαλδημοκρατίας φαινόμενα όπως: Η συνύπαρξη στο εσωτερικό της «αριστερών» και «δεξιών» τάσεων που εμφανίζουν και ορισμένη δημόσια διαφοροποίηση σε θέσεις. Η επιρροή σε εργατικές και λαϊκές συνδικαλιστικά οργανωμένες δυνάμεις που κινητοποιούνται για άμεσες διεκδικήσεις (π.χ. κατάργηση φορολογικών χαρατσιών, ενάντια σε πλειστηριασμούς-κατασχέσεις, σε ιδιωτικοποιήσεις) και πολιτικά κατευθύνονται στη διεκδίκηση εκλογών για την ανάδειξη σοσιαλδημοκρατικού κυβερνητικού σχήματος.
Αυτά τα φαινόμενα δεν αναιρούν την ουσία, το χαρακτήρα της πολιτικής τους ως σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, δηλαδή ως κομμάτων που οι ορισμένες σοσιαλιστικές αναφορές τους απλά περιτυλίγουν την πολιτική που έχει ως βάθρο τα συμφέροντα, την οικονομική κυριαρχία και πολιτική εξουσία του κεφαλαίου. Δεν είναι τυχαίες ούτε οι προγραμματικές θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ περί «υγιών» καπιταλιστικών επιχειρήσεων ούτε η τοποθέτηση του προέδρου του ΣΕΒ Δ. Δασκαλόπουλου, ότι «ο μετασχηματισμός του ΣΥΡΙΖΑ σ’ ενιαία παράταξη συμβάλλει στη δική του ωρίμανση και στην πολιτική σταθερότητα».
Στις σημερινές συνθήκες, όπου η εμφανής επιδείνωση του εργατικού και λαϊκού εισοδήματος είναι η σκληρή πραγματικότητα, το παραπάνω επιχείρημα αποκτά αληθοφάνεια, αποκτά δύναμη η λογική του «μικρότερου κακού». Επομένως χρειάζεται με τη βοήθεια της ιστορικής διερεύνησης ν’ απαντήσουμε εάν πράγματι η «ανανεωμένη», η «έντιμη» σοσιαλδημοκρατία μπορεί να είναι το μικρότερο κακό για την εργατική-λαϊκή πλειοψηφία σε σχέση με τη φιλελεύθερη αστική πολιτική της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ στην Ελλάδα, του κυβερνητικού σχήματος υπό την ηγεσία της καγκελαρίου Α. Μέρκελ στη Γερμανία κλπ.
Βέβαια, η διαμόρφωση του σοσιαλδημοκρατικού χώρου δεν έχει κριθεί, όσο και αν ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί την πλειοψηφούσα πολιτική δύναμη. Σε κατεύθυνση ανασυγκρότησης του σοσιαλδημοκρατικού χώρου με πρωταγωνιστές άλλες δυνάμεις φαίνεται να κινούνται και συγκροτήματα του αστικού Τύπου όπως ο ΔΟΛ με τις αντίστοιχες παρεμβάσεις μέσα από τις σελίδες των εφημερίδων του.
Τα νέα μέτρα που προωθούνται από την κυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ αποτελούν αντικειμενικά το έδαφος πάνω στο οποίο θα ξετυλιχτεί η προσπάθεια οργάνωσης αγώνων αντίστασης στην αντιλαϊκή πολιτική το επόμενο διάστημα. Οι εξελίξεις στην υγεία, την παιδεία, την τοπική διοίκηση, η προώθηση των ιδιωτικοποιήσεων αντικειμενικά διαμορφώνουν αιχμές της αντιπαράθεσης.
Θα χρειαστεί επιμονή και υπομονή για να πειστούν μεγαλύτερα τμήματα μισθωτών και λαϊκών στρωμάτων ότι η διαρκής αντιλαϊκή επίθεση δεν είναι στοιχείο πολιτικής ανικανότητας ή ιδεολογικού δογματισμού μιας κυβέρνησης ή μιας αστικής πολιτικής δύναμης.
Η επίσκεψη Σόιμπλε και τα όσα ανοιχτά ειπώθηκαν τον προηγούμενο Ιούλη ήταν διαφωτιστικά για το εξής ζήτημα:
Σε συνθήκες σκληρού διεθνούς ανταγωνισμού με δυνάμεις όπως η Ινδία, η Κίνα, η Βραζιλία (με μισθούς πείνας), η αστική πολιτική σε όλα τα ιμπεριαλιστικά κέντρα προσπαθεί να διασφαλίσει φθηνότερη εργατική δύναμη και νέα πεδία κερδοφορίας του κεφαλαίου με ιδιωτικοποιήσεις και αναδιαρθρώσεις.
Το ξεζούμισμα των εργαζομένων, η αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης, το άνοιγμα της ψαλίδας ανάμεσα στην παραγωγικότητα και στο ύψος του μισθού είναι μονόδρομος για να συγκρατηθεί η πτώση του ποσοστού κέρδους τόσο στην ΕΕ (που εφαρμόζεται η περιοριστική συνταγή διαχείρισης της Μέρκελ) όσο και στις ΗΠΑ με την επεκτατική πολιτική Ομπάμα.
Αυτή η κατεύθυνση πολιτικής αντιλαϊκού μνημονίου διαρκείας αφορά όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ, κλιμακώνεται σε συνθήκες ύφεσης στην Ευρωζώνη, αποτυπώνεται σε κοινοτικές αποφάσεις όπως η στρατηγική για την ΕΕ 2020, το Σύμφωνο Σταθερότητας, καθώς και σε νέες προτάσεις όπως του σχεδίου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την «αποφασιστική συμφωνία μιας βαθιάς οικονομικής ένωσης που θα βασίζεται στην πολιτική ένωση».
Η θέση για αναδιαπραγμάτευση των δανειακών συμβάσεων με στόχο την παραγραφή μέρους του δημόσιου χρέους, που υιοθετεί ο ΣΥΡΙΖΑ, εκφράζει την άποψη μέρους αστικών δυνάμεων στην Ελλάδα, αλλά και στην ΕΕ -ακόμα και στις ΗΠΑ- που ακόμα δεν έχουν την αντίστοιχη στήριξη, κυρίως στη Γερμανία και επομένως δεν κυριαρχούν στην Ευρωζώνη. Ακόμα κι αν αλλάξει ο ενδοαστικός συσχετισμός στη Γερμανία ή και στην Ευρωζώνη, τα προβλήματα και οι αντιθέσεις είναι τέτοιες που σε καμία περίπτωση η αναθεώρηση των δανειακών συμβάσεων, του χρέους κλπ. δε θα οδηγήσει σε κυβερνητική πολιτική ανάκτησης των απωλειών του εργατικού-λαϊκού εισοδήματος ως αποτέλεσμα του ότι το εργατικό κίνημα θα έχει στείλει τους δικούς του αντιπροσώπους στην κυβέρνηση. Κυβέρνηση και εργατικό κίνημα θα είναι αντίπαλες και μόνο οι απώλειες της πρώτης θα συνιστούν κατακτήσεις του δεύτερου. Η κυβέρνηση, και η «αριστερή» με κορμό το ΣΥΡΙΖΑ, όπως ήδη το υποστηρίζει, θα εκφράζει την ανταγωνιστικότητα και επιχειρηματικότητα της καπιταλιστικής οικονομίας, που οδηγεί στην κρίση και σε νέο κύμα φτώχειας.
Η υπεράσπιση του μισθού, της σύνταξης, των Συλλογικών Συμβάσεων, της λαϊκής κατοικίας, του δικαιώματος στις δωρεάν σύγχρονες και αναβαθμισμένες υπηρεσίες υγείας, πρόνοιας, παιδείας είναι στόχοι πάλης και αναμέτρησης του εργατικού κινήματος και της λαϊκής συμμαχίας με οποιαδήποτε κυβέρνηση στο καπιταλιστικό έδαφος κι όχι κυβερνητικό πρόγραμμα διαχείρισής του.
Το εργατικό κίνημα και η λαϊκή συμμαχία βρίσκονται αντιμέτωπα και με την όξυνση των αντιθέσεων στην περιοχή της Μεσογείου - Μέσης Ανατολής με τη σχεδιαζόμενη ιμπεριαλιστική επέμβαση στη Συρία, που βρίσκεται σε εξέλιξη πραγματοποίησης την ώρα που γράφεται αυτό το σημείωμα. Το ΚΚΕ, στις Θέσεις της ΚΕ για το 19ο Συνέδριο (ΚΟΜΕΠ, τ.1/2013, σελ. 22), εκτιμούσε ότι: «Η διαπάλη ανάμεσα στα ιμπεριαλιστικά κέντρα, τη συγκεκριμένη περίοδο, εστιάζεται στον έλεγχο των ενεργειακών πηγών και δρόμων μεταφοράς τους, των πηγών νερού, των θαλάσσιων διαδρόμων μεταφοράς εμπορευμάτων, με χαρακτηριστικές εστίες έντασης την Κασπία, την Ανατολική Μεσόγειο, τη Μέση Ανατολή, τον Περσικό Κόλπο, την Αφρική, τη Θάλασσα της Νότιας Κίνας και την Αρκτική. Δυναμώνει ο κίνδυνος και πιο γενικευμένων περιφερειακών συγκρούσεων, ακόμα και ενός γενικότερου ιμπεριαλιστικού πολέμου. Σε αυτά τα πλαίσια αναδιατάσσονται ιμπεριαλιστικοί άξονες για τον έλεγχο αγορών και εδαφών».
Η κυβέρνηση -και με δηλώσεις της- είναι έτοιμη να στηρίξει την ιμπεριαλιστική επέμβαση στη Συρία (άμεσα ή έμμεσα, δεν έχει σημασία), να γίνει πιο ενεργός παράγοντας σε μια γενικευμένη περιφερειακή πολεμική σύρραξη. Οι ανοιχτές εστίες στην περιοχή (στην Αίγυπτο, στο Ιράκ, στο Ιράν, στην όξυνση του Κουρδικού κλπ.) δείχνουν τη διαπλοκή και περιπλοκή μεταξύ των εσωτερικών και εξωτερικών αντιφάσεων και προβλημάτων. Δείχνουν πώς διαπλέκονται οι αντιθέσεις μέσα στις αντιδραστικές κοινωνικές δυνάμεις με τη διαπάλη για τη διαμόρφωση ή αναμόρφωση του αστικού πολιτικού συστήματος σε σχέση και με κατάλοιπα του παρελθόντας, πώς σχετίζονται με αναδιατάξεις στις συμμαχίες με ισχυρά καπιταλιστικά κράτη.
Σ’ αυτό το κουβάρι των αντιθέσεων, το εργατικό κίνημα της κάθε χώρας σε συμμαχία με τα λαϊκά στρώματα οφείλει να δρα με πλήρη αυτοτέλεια σε σχέση με τις αστικές δυνάμεις, να προπαγανδίζει και να οργανώνει τη δική του, εργατική πολιτική λύση.
Οπως εκτιμήσαμε στο 19ο Συνέδριο, ο ελληνικός καπιταλισμός, επιδιώκοντας να βελτιώσει τη θέση του στην ΕΕ, στην περιοχή και γενικότερα στη διεθνή ιμπεριαλιστική πυραμίδα, έχει ως στρατηγικούς στόχους: Την ανάδειξη της Ελλάδας σε κόμβο μεταφοράς ενέργειας και εμπορευμάτων από την Ασία προς την ΕΕ. Τη συνεκμετάλλευση των πλούσιων ενεργειακών κοιτασμάτων (Αιγαίου - Ιονίου - Νότιας Κρήτης). Την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας του μεγάλου κεφαλαίου και της διαπραγματευτικής θέσης της Ελλάδας στην ευρωατλαντική ιμπεριαλιστική συμμαχία.
Αυτές τις επιδιώξεις προβάλλει η αστική προπαγάνδα, επιμένοντας στην αναγκαιότητα συμμετοχής της Ελλάδας λόγω της γεωστρατηγικής της θέσης, με στόχο την ισχυροποίηση της συμμαχίας Ελλάδας-Ισραήλ-Κύπρου. Δίνει άλλοθι στην ιμπεριαλιστική επίθεση στη Συρία με το πρόσχημα της ανθρωπιστικής της παρέμβασης, της «τιμωρίας της χρήσης χημικών όπλων», της «αποκατάστασης της δημοκρατίας».
Το ελληνικό κεφάλαιο είναι έτοιμο να μπλέξει το λαό και τους εργαζόμενους σε επικίνδυνα ιμπεριαλιστικά σχέδια για να διασφαλίσει τα συμφέροντα του στην περιοχή.
Αυτές οι επιδιώξεις είναι ξένες και αντίθετες με τα εργατικά λαϊκά συμφέροντα, πάνε χέρι- χέρι με την πολιτική χτυπήματος των εργατικών λαϊκών δικαιωμάτων, έντασης της εκμετάλλευσης.
Το εργατικό κίνημα και οι δυνάμεις της λαϊκής συμμαχίας, απερίφραστα, μαζικά και μαχητικά οφείλουν ν’ αντιδράσουν στη συμμετοχή της Ελλάδας στο νέο ιμπεριαλιστικό πόλεμο, να καταδικάσουν κάθε μορφή συμμετοχής της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ, σε άλλες ιμπεριαλιστικές ενώσεις.
Η στάση κάθε κόμματος απέναντι στους στρατηγικούς στόχους της αστικής τάξης της χώρας αναδεικνύει μια βαθιά ταξική διαχωριστική γραμμή.
Και σε αυτό το ζήτημα η ιστορία της σοσιαλδημοκρατίας προσφέρει διαχρονικά διδάγματα, αφού πρόδωσε το εργατικό κίνημα.
Η ιστορία της σοσιαλδημοκρατίας κατά τον 20ό αιώνα αποδεικνύει ότι οι εργατικές και σοσιαλιστικές της αναφορές έγιναν το σωσίβιο για τη διάσωση του καπιταλισμού σε συνθήκες παρατεταμένης και βαθιάς οικονομικής κρίσης, σε συνθήκες ανόδου του συνδικαλιστικού εργατικού κινήματος. Η πυρόσβεση των πρώτων διαφαινόμενων στοιχείων απόσπασης εργατικών και λαϊκών δυνάμεων από την αστική ιδεολογική-πολιτική χειραγώγηση γίνεται με «αριστερά» διλήμματα και ιδεολογήματα, όπως: «δεν μπορεί από την κυβέρνηση της αριστεράς να απαιτείται ένα πρόγραμμα της λαϊκής εξουσίας αφού η κυβέρνηση της αριστεράς είναι η αφετηρία, η αρχή σε μια πορεία συγκρούσεων και ρήξεων που θα φέρει σε μια προοπτική τις ριζικές αλλαγές και σε επίπεδο εξουσίας και οικονομίας».
Στις 11 Σεπτέμβρη του 2013 συμπληρώνονται 40 χρόνια από την ανατροπή με στρατιωτικό πραξικόπημα της κυβέρνησης της Λαϊκής Ενότητας υπό τον Πρόεδρο Σ. Αλιέντε στην Χιλή. Η ανατροπή αυτή οδήγησε στην εγκαθίδρυση μιας από τις σκληρότερες στρατιωτικές δικτατορίες, τσακίζοντας το εργατικό κίνημα στην Χιλή. Η κυβέρνηση της Λαϊκής Ενότητας, στην οποία συμμετείχε το ΚΚ Χιλής, αξιοποιείται από διάφορους κύκλους του οπορτουνισμού ως παράδειγμα συμμετοχής του ΚΚ σε μια αριστερή κυβέρνηση. Βεβαίως γίνονται αναφορές σε λάθη που έγιναν τότε και που δεν θα έπρεπε να επαναληφθούν σήμερα. Οι αναφορές αυτές αναπαράγουν εκτιμήσεις που διαμορφώθηκαν στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα (ΔΚΚ) τις δεκαετίες του 1970 και του 1980.
Τα συμπεράσματα από την τραγική έκβαση του λεγόμενου «χιλιανού πειράματος» απασχόλησαν πολύ το ΔΚΚ στις δεκαετίες 1970 και 1980. Κάτω από το βάρος των σοβαρών προβλημάτων στρατηγικής του ΔΚΚ, όπως αυτή είχε διαμορφωθεί σε βάθος χρόνου και ιδιαίτερα μετά την οπορτουνιστική στροφή της δεκαετίας του 1950 με ορόσημο το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ, δε βγήκαν σωστά συμπεράσματα. Σε μεγάλο τμήμα του ΔΚΚ επικράτησε η αντίληψη ότι η κυβέρνηση Λαϊκής Ενότητας προχώρησε πιο πολύ απ’ ό,τι έπρεπε. Ως συνέχεια αυτής της εκτίμησης, το ευρωκομμουνιστικό ρεύμα που εκείνη την περίοδο κυριαρχούσε στα ΚΚ της Ιταλίας, της Γαλλίας, της Ισπανίας υιοθέτησε τη «γραμμή του ιστορικού συμβιβασμού», δηλαδή το συμβιβασμό της εργατικής τάξης με το λεγόμενο «δημοκρατικό φιλελεύθερο» τμήμα της αστικής τάξης με σκοπό την αντιμετώπιση ενδεχόμενου στρατιωτικού πραξικοπήματος. Σε άλλες αναλύσεις γίνεται κριτική για αναποφασιστικότητα σε ζητήματα τακτικής, για έλλειψη σωστής εκτίμησης του συσχετισμού δυνάμεων, αποπροσανατολίζοντας από το κύριο πρόβλημα που ήταν το πρόβλημα στρατηγικής του ΚΚ Χιλής.
Η ήττα του εργατικού κινήματος στην Χιλή δεν μπορεί να αξιολογηθεί χωρίς να συσχετιστεί με τη στρατηγική του ΚΚ Χιλής. Οχι γιατί με επαναστατική στρατηγική του ΚΚ θα ήταν οπωσδήποτε εξασφαλισμένη η νίκη. Σε αυτό το ζήτημα άλλωστε έχει τοποθετηθεί το Κόμμα μας, εξετάζοντας τη δική του ιστορία, τη δική του στρατηγική και τις συμμαχίες κατά τη δεκαετία του 1940. Εχει όμως διαφορετικό αποτέλεσμα στην ανασύνταξη του κινήματος, ακόμα και σε συνθήκες υποχώρησης, μιας έστω και σημαντικής ήττας. Αλλοίμονο, αν αφοριστούν πραγματικές επαναστατικές εργατικές-λαϊκές εξεγέρσεις, οι οποίες δεν οδήγησαν στη νίκη εξαιτίας πλήθους παραγόντων που διαμορφώνουν το συσχετισμό δυνάμεων στην ταξική πάλη.
Θα είχε διαφορετική έκβαση στο κίνημα εάν το εργατικό κίνημα στην Χιλή έχανε στα πλαίσια μιας ηρωικής ανοιχτής σύγκρουσης με τον ταξικό αντίπαλο. Το πρόβλημα είναι ότι το εργατικό κίνημα στη Χιλή, με ευθύνη του ΚΚ, ηττήθηκε εγκλωβισμένο σε μια συμμαχία με τμήμα της αστικής τάξης, συμμετέχοντας σε μια αστική κυβέρνηση, υποστηρίζοντας θερμά τη στρατηγική των σταδίων και του κοινοβουλευτικού δρόμου για το σοσιαλισμό, ακόμα και μετά το πραξικόπημα.
Το παράδειγμα της Χιλής αποδεικνύει ότι η συμμετοχή του ΚΚ σε μια κυβέρνηση στο έδαφος του καπιταλισμού (όποιος και αν είναι ο επιθετικός της προσδιορισμός: αριστερή, αντιμονοπωλιακή κλπ.) όχι μόνο δεν μπορεί να αποτελέσει κρίκο για την αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων, αλλά αντικειμενικά οδηγεί στον εγκλωβισμό του εργατικού κινήματος, στην αποθέωση των κοινοβουλευτικών αυταπατών, στην υποχώρηση της ανόδου του ριζοσπαστισμού. Από τη στιγμή που το ΚΚ Χιλής είχε αυτή τη στρατηγική και συμμετείχε σε μια τέτοια κυβέρνηση, η σειρά υποχωρήσεων απέναντι στους αστούς συμμάχους του, στο όνομα της κατοχύρωσης των εκλογικών επιτυχιών, της διατήρησης της κυβέρνησης κλπ. ήταν φυσικό επακόλουθο.
Και από το «χιλιανό πείραμα» προκύπτει το επίκαιρο πολιτικό δίδαγμα: Οσο η εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα δεν είναι αποφασισμένα να κάνουν το βήμα σύγκρουσης με την αστική εξουσία, όσο ευελπιστούν σε μια θετική αλλαγή μέσω του κοινοβουλίου και των αστικών θεσμών, τότε θα μένουν εγκλωβισμένα στη στήριξη της αστικής εναλλαγής.
Σε αυτές τις συνθήκες, το επαναστατικό κόμμα είναι υποχρεωμένο να δείχνει ότι το ζήτημα δεν είναι η αστική εναλλαγή, αλλά η αλλαγή της τάξης στην εξουσία και έτσι να προβάλλει τη δική του αντίληψη «διακυβέρνησης» με την εργατική τάξη και τους συμμάχους της στην εξουσία, δηλαδή της εργατικής-λαϊκής εξουσίας, για την κοινωνικοποίηση των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής, τον κεντρικό σχεδιασμό κλπ. Στις σημερινές συνθήκες, το Κομμουνιστικό Κόμμα οφείλει να δείξει την ανάγκη ισχυρής εργατικής-λαϊκής αντιπολίτευσης στο κεφάλαιο, την εξουσία του και τις κυβερνήσεις του, την ανάγκη οργάνωσης του κινήματος της εργατικής τάξης, στην προώθηση της Λαϊκής Συμμαχίας.
Σε αυτά τα ζητήματα αναφέρεται το άρθρο με τίτλο «Η συμμετοχή του ΚΚ Χιλής στην κυβέρνηση Λαϊκής Ενότητας. Διδάγματα στο σήμερα» που δημοσιεύεται στο παρόν τεύχος της ΚΟΜΕΠ στην ενότητα «Ιδεολογία- Πολιτική». Στο άρθρο επίσης γίνεται προσπάθεια να αναδειχθεί το πλαίσιο μέσα στο οποίο πραγματοποιήθηκε η άνοδος της Λαϊκής Ενότητας στη διακυβέρνηση, καθώς και η ανατροπή της από το πραξικόπημα του Πινοτσέτ. Χωρίς να πραγματοποιείται μια ανάλυση του χιλιάνικου καπιταλισμού και της θέσης του στην περιφέρεια της Λατινικής Αμερικής, αναδεικνύονται ορισμένα στοιχεία των τάσεων διαπάλης και συμμαχίας της χιλιάνικης αστικής τάξης με τις ΗΠΑ, σε συνθήκες μάλιστα που είχε εκδηλωθεί διεθνής οικονομική κρίση, συντελούνταν αλλαγές στο συσχετισμό δυνάμεων ανάμεσα στα καπιταλιστικά κράτη, ενώ ταυτόχρονα διεξαγόταν πάλη ανάμεσα στον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό σε διεθνές επίπεδο.
Στην ίδια ενότητα δημοσιεύεται κείμενο με τίτλο «Για την αυτοδιαχείριση των εργοστασίων. Η περίπτωση της ΒΙΟΜΕ». Πρόκειται για κείμενο της Ιδεολογικής Επιτροπής της ΚΟ Κεντρικής Μακεδονίας του ΚΚΕ, που αναδεικνύει το πώς η λογική της αυτοδιαχείρισης που προβάλλουν μια σειρά δυνάμεις ως απάντηση στο κλείσιμο εργοστασίων συνδέεται με την κατεύθυνση ιμπεριαλιστικών ενώσεων και διεθνών καπιταλιστικών οργανισμών, όπως η ΕΕ και το Διεθνές Γραφείο Εργασίας, για δημιουργία συνεταιρισμών ως στοιχείων της λεγόμενης κοινωνικής οικονομίας.
Στο κείμενο απαντώνται από τη σκοπιά της μαρξιστικής θεωρίας τα επιχειρήματα ότι οι συνεταιρισμοί μπορούν να αποτελέσουν μορφές ιδιοκτησίας που θα υπερβαίνουν την καπιταλιστική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, το κίνητρο του κέδρους και της απόσπασης υπεραξίας. Οι συνεταιριστικές επιχειρήσεις στον καπιταλισμό, σε όποιο τομέα της παραγωγής και αν δραστηριοποιούνται, υπόκεινται στις νομοτέλειες της καπιταλιστικής παραγωγής.
Με αφορμή το παράδειγμα της ΒΙΟΜΕ αναδεικνύεται ότι η υιοθέτηση από τους φορείς του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος της γραμμής της αυτοδιαχείρισης, της δημιουργίας συνεταιρισμών εργατών, ανεξάρτητα αν το εγχείρημα θα είναι ή όχι βιώσιμο, συνιστά γραμμή εγκλωβισμού και ενσωμάτωσης, διεκδίκησης ενός καπιταλισμού προς τα πίσω.
Στο κλείσιμο επιχειρήσεων ως αποτέλεσμα του ανταγωνισμού, της διαδικασίας συγκεντροποίησης κεφαλαίου, της εκδήλωσης κρίσης κλπ. οι εργαζόμενοι πρέπει να δουν την ανάγκη ν’ αλλάξει στόχο η παραγωγή, να γίνεται με σκοπό την ικανοποίηση των διευρυμένων κοινωνικών αναγκών, πράγμα που προϋποθέτει κοινωνική ιδιοκτησία (και όχι συνεταιριστική) στα μέσα παραγωγής, προϋποθέτει Κεντρικό Σχεδιασμό. Αυτό σημαίνει το σύνθημα «εργάτη μπορείς χωρίς αφεντικά».
Στο κείμενο αναδεικνύεται ότι το ΚΚΕ και οι δυνάμεις που στηρίζει στο ταξικά προσανατολισμένο συνδικαλιστικό κίνημα, στο ΠΑΜΕ, δεν έπαψαν ούτε στιγμή να στηρίζουν τα δίκαια αιτήματα και τον αγώνα των εργαζομένων της ΒΙΟ.ΜΕ., ενώ ταυτόχρονα ανοιχτά έκαναν και κάνουν κριτική σε αδιέξοδες επιλογές, αποκαλύπτοντας τις ψευδαισθήσεις και αυταπάτες που καλλιεργούν οπορτουνιστικές και ρεφορμιστικές συνδικαλιστικές ηγεσίες και πολιτικές δυνάμεις.
Το ΚΚΕ αποκαλύπτει στους εργαζομένους ότι το μεγαλύτερο εμπόδιο στην αναγκαία ανασυγκρότηση και αναζωογόνηση του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος είναι η διάσπαση, ο συντεχνιασμός, η απόσπαση από το ενιαίο στο μέτωπο αντίκρουσης της αντιλαϊκής επίθεσης και στο πέρασμα στη δυναμική αντεπίθεση.
Η ιδεολογική παρέμβαση της αστικής τάξης και του οπορτουνισμού έχει ειδικό στόχο τμήματα νέων επιστημόνων που ειδικεύονται ιδιαίτερα στις «κοινωνικές επιστήμες». Υπολογίζει ότι το έργο τους μπορεί να έχει ευρύτερη ιδεολογική επίδραση στην εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα μέσω της εκδοτικής δραστηριότητας, των διάφορων τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών εκπομπών κλπ. Ειδικά συστηματική παρέμβαση έχει γίνει στο τομέα της Ιστορίας. Δεκάδες σεμινάρια, συμπόσια, συνέδρια διοργανώνονται με θέματα Ιστορίας, μεγάλος όγκος των εκδόσεων αφορά ζητήματα Ιστορίας κλπ. Σε πολλές περιπτώσεις τα θέματα αφορούν την ιστορία του εργατικού κινήματος της χώρας μας, την ιστορία του ΚΚΕ.
Με αφορμή ένα συνέδριο ιστορικών θεμάτων που διοργανώθηκε πριν μερικούς μήνες, γράφτηκε το άρθρο που δημοσιεύεται στο παρόν τεύχος της ΚΟΜΕΠ με τίτλο «Με αφορμή ένα συνέδριο. Ζητήματα μεθοδολογίας της ιστορικής έρευνας». Στο άρθρο αναδεικνύεται η αντιπαράθεση από τη σκοπιά της μαρξιστικής μεθοδολογίας με τα διάφορα επιχειρήματα που αναδεικνύονται τόσο από κυρίαρχες σχολές της αστικής ιστοριογραφίας όσο και από διάφορες αναθεωρητικές-οπορτουνιστικές ερμηνείες γύρω από ζητήματα της ιστορίας του εργατικού κινήματος, αλλά και του ρόλου του στον ιμπεριαλιστικό Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η διαπάλη πάνω στα ιστορικά συμπεράσματα είναι ζήτημα που συνδέεται με τη σύγχρονη ιδεολογικοπολιτική διαπάλη γύρω από ζητήματα στρατηγικής του Κομμουνιστικού Κινήματος.
Στην ενότητα «Οικονομία» δημοσιεύεται άρθρο με τίτλο «Για τις τελευταίες εξελίξεις στο χρηματοπιστωτικό σύστημα». Στο άρθρο αναδεικνύονται οι εξελίξεις που έχουν συντελεστεί στο τραπεζικό σύστημα στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια και ειδικά στις συνθήκες εκδήλωσης της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης. Αναδεικνύεται ο αντικειμενικά κεντρικός ρόλος του χρηματοπιστωτικού συστήματος στην καπιταλιστική οικονομία, αποκαλύπτοντας τη σαθρή βάση των επιχειρημάτων διάφορων αστικών και οπορτουνιστικών αναλύσεων που διαχωρίζουν το «υγιές βιομηχανικό» κεφάλαιο από το «σάπιο τραπεζικό» (π.χ. περί «καζινοκαπιταλισμού», ελέγχου των τραπεζών κλπ). Ταυτόχρονα αναδεικνύεται η σχέση του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος με το διεθνές και τις εξελίξεις σε αυτό στο πλαίσιο της «τραπεζικής εποπτείας». Αναδεικνύονται οι αντιθέσεις στο εσωτερικό της ΕΕ, αλλά και των ευρωπαϊκών τραπεζικών ομίλων με εκείνους των ΗΠΑ, καθώς και άλλων ισχυρών καπιταλιστικών κρατών. Τέλος γίνεται κριτική παρουσίαση των θέσεων των άλλων πολιτικών δυνάμεων σχετικά με το χρηματοπιστωτικό σύστημα, όπως αυτές εκφράζονται και μέσα στο συνδικαλιστικό κίνημα των τραπεζοϋπαλλήλων.
Στην ενότητα «Παιδεία» δημοσιεύεται κείμενο του Τμήματος Παιδείας με τίτλο «Το σχολείο και ο ρόλος του κομμουνιστή εκπαιδευτικού στη διαπαιδαγώγηση της νέας γενιάς». Το κείμενο ανοίγει ένα πολύ σοβαρό ζήτημα που αφορά το ρόλο του κομμουνιστή εκπαιδευτικού στην ιδεολογική παρέμβαση του Κόμματος στη νέα γενιά της εργατικής τάξης. Δε δίνει έτοιμες συνταγές, έχει ως σκοπό να βοηθήσει στην κατανόηση της αναγκαιότητας του ανάλογου προσανατολισμού πρώτα απ’ όλα από τις κομματικές δυνάμεις, τους φίλους του ΚΚΕ και ταυτόχρονα να ορίσει τις απαιτήσεις και τις προϋποθέσεις για μια τέτοια δουλειά. Αυτή η δουλειά αποκτά ιδιαίτερη σημασία σε συνθήκες που προωθούνται αντιδραστικές αλλαγές στο σχολείο. Σίγουρα η συζήτηση και η αξιοποίησή του από τους κομμουνιστές εκπαιδευτικούς θα δώσει πολύ περισσότερο υλικό για να δοθεί συνέχεια σε αυτό το ζήτημα.
Στο παρόν τεύχος της ΚΟΜΕΠ δημοσιεύονται τα Κομματικά Ντοκουμέντα της περιόδου από 2.7.2013 έως 29.8.2013.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου