Τεύχος: 2014 Τεύχος 1
του Αναστάση Γκίκα
Το
παρόν άρθρο επιχειρεί να εξετάσει τη στάση της σοσιαλδημοκρατίας
απέναντι στο φασισμό, από την εμφάνισή του ως αστικό πολιτικό ρεύμα και
μορφή δικτατορίας του κεφαλαίου τη δεκαετία του 1920 έως και το Β΄
Παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό Πόλεμο. Βεβαίως, η στάση αυτή δε δύναται να
κατανοηθεί πλήρως αν κανείς δεν ανατρέξει πρώτα στην ιστορική πορεία της
σοσιαλδημοκρατίας, με βασικό σταθμό την προδοσία των συμφερόντων της
εργατικής τάξης και την πλήρη στοίχιση πίσω από τις ιμπεριαλιστικές
επιδιώξεις των αστών (Α΄ Παγκόσμιος ιμπεριαλιστικός Πόλεμος), καθώς και
το ρόλο που διαδραμάτισε κατά τις προλεταριακές επαναστάσεις στη
Γερμανία και την Ουγγαρία (1918-1919).
Σίγουρα,
τα παραπάνω χρήζουν ειδικότερης και βαθύτερης αναφοράς που ξεφεύγει από
τα στενά όρια του συγκεκριμένου άρθρου. Πρέπει ωστόσο να τα έχουμε
υπόψη καθώς εξετάζουμε τη στάση της σοσιαλδημοκρατίας απέναντι στο
φασισμό.
Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΙΤΑΛΙΑΣ
Όπως
και στις περισσότερες χώρες της ευρωπαϊκής ηπείρου, έτσι και στην
Ιταλία, ο Α΄ Παγκόσμιος ιμπεριαλιστικός Πόλεμος και η Οκτωβριανή
Επανάσταση είχαν διαμορφώσει συνθήκες επαναστατικής κατάστασης,
επιδρώντας καταλυτικά στη ριζοσπαστικοποίηση της εργατικής τάξης. Το
Σοσιαλιστικό Κόμμα, ένα κόμμα μαζικό (που στις εκλογές του 1919 ήρθε
πρώτο σε ψήφους με 32,3%, δίχως ωστόσο να σχηματίσει κυβέρνηση),
εμφάνιζε διαφοροποιήσεις από τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά σοσιαλδημοκρατικά
κόμματα της εποχής, καθώς ήταν από τα ελάχιστα εκείνα τα οποία τάχτηκαν
κατά του ιμπεριαλιστικού πολέμου - αν και η στάση που κράτησε ήταν μια
μεσοβέζικη στάση που συνοψιζόταν στο σύνθημα «ούτε συμμετοχή, ούτε
σαμποτάζ», δηλαδή ούτε υπέρ, αλλά ούτε κι ενεργά κατά του πολέμου.
Σημειώνεται πως στην αστική τάξη της Ιταλίας είχαν εκδηλωθεί τότε δύο
διαφορετικές τάσεις, μ’ ένα τμήμα της (κυρίως αυτό που συνδεόταν με τις
βιομηχανίες της μεταλλουργίας και της μηχανουργίας) να τάσσεται υπέρ της
συμμετοχής στον πόλεμο με το μέρος της Αντάντ κι ένα άλλο να τάσσεται
υπέρ της ουδετερότητας.
Η
ιδεολογικοπολιτική διαπάλη, που ενυπήρχε και διατηρούνταν στο κόμμα
λόγω της μη οργανωτικής ρήξης, της μη αποβολής των
οπορτουνιστικών-συμβιβαστικών στοιχείων από τις γραμμές του, συνεχίστηκε
και τα αμέσως επόμενα χρόνια, οδηγώντας -σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη
περίοδο- σε μια αντιφατική πορεία, χαρακτηριζόμενη από ταλαντεύσεις που
θ’ απέβαιναν καθοριστικές. «Αν και ύστερα από τον πόλεμο το κύρος των ρεφορμιστών στις εργατικές μάζες έπεσε», αναφέρει η «Παγκόσμια Ιστορία» της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ, «και
στο σοσιαλιστικό κόμμα οι ρεφορμιστές ήταν μειοψηφία, ωστόσο, όπως και
πριν έτσι και τώρα, κρατούσαν στα χέρια τους την κοινοβουλευτική ομάδα
και μαζικές οργανώσεις όπως ήταν η Γενική Συνομοσπονδία Εργασίας και η
Εθνική Ένωση των Συνεταιρισμών. Οι ρεφορμιστές ηγέτες κατείχαν και
ηγετικές θέσεις σε πολλούς δήμους. Με στήριγμα τις οργανώσεις αυτές και
με τη σημαντική πολιτική τους πείρα οι ρεφορμιστές επηρέαζαν πολλές
φορές αποφασιστικά την πολιτική του σοσιαλιστικού κόμματος».1
Τον
Αύγουστο-Σεπτέμβρη του 1920 ξέσπασε στη χώρα ένα μεγάλο απεργιακό κύμα
που ξεκίνησε από τους εργάτες στη μεταλλουργία κι επεκτάθηκε αστραπιαία
σ’ όλα τα βιομηχανικά κέντρα. Το ιταλικό προλεταριάτο ξεσηκώθηκε,
κατέλαβε εκατοντάδες εργοστάσια (τα οποία διηύθυνε πλέον το ίδιο),
συγκρότησε ένοπλα τμήματα (κόκκινες φρουρές) κ.ο.κ.
Η
σοσιαλδημοκρατική ηγεσία του Σοσιαλιστικού Κόμματος, επιφυλακτική έως
και τρομαγμένη από τις επαναστατικές διαθέσεις του ιταλικού
προλεταριάτου, έσπευσε ν’ αναλάβει το ρόλο του πυροσβέστη της
επαναστατικής πυρκαγιάς που αμφισβητούσε την εξουσία της αστικής τάξης.
Το επαναστατικό κίνημα καταλάγιασε και οι εργάτες επέστρεψαν με
συντετριμμένο ηθικό στις δουλειές τους. Οι υποσχέσεις που έλαβαν οι
σοσιαλδημοκράτες γύρω από τη θεσμοθέτηση δήθεν του εργατικού ελέγχου
στις επιχειρήσεις δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ - και ούτε ήταν δυνατό να
πραγματοποιηθούν. Οι όποιες μικρές αυξήσεις στους μισθούς εξανεμίστηκαν
γρήγορα από την όξυνση της ακρίβειας και της ανεργίας. Το πιο σημαντικό
όμως: Δόθηκε στην αστική τάξη ο απαραίτητος χρόνος ώστε να περάσει στην
αντεπίθεση. Την επιβολή της «εργασιακής ειρήνης και τάξης» ανέλαβαν οι
συμμορίες του Μπ. Μουσολίνι, πρώην στελέχους του Σοσιαλιστικού Κόμματος,
ο οποίος διαγράφτηκε το 1914, ιδρύοντας στη συνέχεια την πρώτη
φασιστική οργάνωση.
Στο
ίδιο το Σοσιαλιστικό Κόμμα, οι εξελίξεις απέδειξαν με τον πλέον
κατηγορηματικό τρόπο την ανάγκη ύπαρξης ενός επαναστατικού,
μαρξιστικού-λενινιστικού κόμματος, επιδρώντας αποφασιστικά ως προς τον
οριστικό ιδεολογικό κι οργανωτικό διαχωρισμό των επαναστατικών δυνάμεων
από τους ρεφορμιστές. Έτσι, στις 21 Γενάρη 1921 πραγματοποιήθηκε το
Ιδρυτικό Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος, το οποίο προσχώρησε στη
Γ΄ Διεθνή.2
Την
ίδια περίοδο, ο Μουσολίνι, διαβλέποντας δυνατότητες συνεργασίας μεταξύ
φασισμού και σοσιαλδημοκρατίας, είχε τονίσει σχετικά: «Στον τομέα της
κοινωνικής νομοθεσίας και της βελτίωσης του επιπέδου ζωής των εργατικών
τάξεων, οι σοσιαλιστές μπορούν να βρουν απροσδόκητους συμμάχους στα
πλαίσια του φασισμού. Η σωτηρία της χώρας δεν μπορεί να εξασφαλιστεί με
την καταστολή της αντίθεσης ανάμεσα στο φασισμό και τον σοσιαλισμό, αλλά
με τη συνδιαλλαγή τους μέσα στο κοινοβούλιο. Είναι πολύ πιθανή μια
τέτοια συνεργασία με τους σοσιαλιστές, ιδιαίτερα σε μεταγενέστερο
στάδιο, μετά το ξεκαθάρισμα των ιδεών και των τάσεων, βάσει των οποίων
δουλεύει τώρα το σοσιαλιστικό κόμμα. Είναι φανερό ότι η συνύπαρξη των
αδιάλλακτων και ρεφορμιστών σοσιαλιστών στο ίδιο κόμμα θα γίνει ανέφικτη
με τον καιρό. Από τη συμμετοχή στις ευθύνες της εξουσίας απορρέει είτε
επανάσταση είτε μεταρρύθμιση»3.
Στο
μεταξύ, η καπιταλιστική κρίση που εκδηλώθηκε μέσα στο 1920 συνεχίστηκε
και τα επόμενα δύο χρόνια, προκαλώντας από τη μια τον τριπλασιασμό των
ανέργων και από την άλλη την ολοένα μεγαλύτερη συγκεντροποίηση του
κεφαλαίου και την ισχυροποίηση των μονοπωλιακών συγκροτημάτων ιδιαίτερα
στους τομείς της ενέργειας και της χημικής βιομηχανίας. Με την ανοιχτή
υποστήριξη της αστικής τάξης και την «ανοχή» της κυβέρνησης Τζ. Τζιολίτι
(ηγέτη του Ιταλικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος που είχε έρθει τέταρτο
στις εκλογές του 1919 με 10,9%) οι φασιστικές συμμορίες
πολλαπλασιάστηκαν κι ενέτειναν την τρομοκρατική τους δράση, με επιθέσεις
κατά συνδικαλιστικών και πολιτικών οργανώσεων, δολοφονίες πρωτοπόρων
εργατών κ.ο.κ.
Στις
εκλογές της 15ης Μάη 1921 το Σοσιαλιστικό Κόμμα διατήρησε την πρώτη
θέση, με μειωμένα όμως ποσοστά (24,7%), το Κομμουνιστικό Κόμμα έλαβε το
4,6% των ψήφων, ενώ το Εθνικό Φασιστικό Κόμμα μόλις το 0,4%. Τον Τζ.
Τζιολίτι διαδέχτηκε στην πρωθυπουργία ο επίσης σοσιαλδημοκράτης Ι.
Μπονόμι (του Ρεφορμιστικού Σοσιαλιστικού Κόμματος), «που στην
κυβέρνηση του Τζιολίτι ήταν υπουργός των στρατιωτικών και είχε βοηθήσει
ενεργά στη συγκρότηση και στον εξοπλισμό των φασιστικών σωμάτων»4.
Σύντομα, η «συνεννόηση» μεταξύ φασισμού και σοσιαλδημοκρατίας, που είχε «διαβλέψει» ο Μουσολίνι, έγινε πραγματικότητα: «Τον
Ιούλιο του 1921 ο πρόεδρος της βουλής Ντε Νικόλα πρότεινε την υπογραφή
ενός συμφώνου ειρήνευσης ανάμεσα στους φασίστες και τους σοσιαλιστές… Ο
Μουσολίνι και η ηγεσία του σοσιαλιστικού κόμματος δέχτηκαν την πρόταση
του Ντε Νικόλα και υπέγραψαν τη συμφωνία» (3 Αυγούστου 1921), με την
οποία σοσιαλδημοκράτες και φασίστες δεσμεύονταν ν’ αποφεύγουν τις
μεταξύ τους εχθρικές ενέργειες (μεταξύ άλλων, με το «σύμφωνο ειρήνης»,
το Σοσιαλιστικό Κόμμα αποκήρυξε όλες τις αντιφασιστικές δράσεις και
οργανώσεις, όπως π.χ. η «Arditi del Popolo»5). Η πολιτική της «παθητικής αντίστασης» μετατράπηκε πια σε πολιτική παθητικής συνεργασίας. Το Κομμουνιστικό Κόμμα «ξεσκέπασε
τις συνθηκολογικές διαθέσεις των σοσιαλιστών και το δημαγωγικό
χαρακτήρα των συνομιλιών για “ειρήνευση”. Τα γεγονότα δεν άργησαν να
επαληθεύσουν τη σωστή θέση των κομμουνιστών. Το “σύμφωνο ειρήνης” δεν
σταμάτησε την φασιστική τρομοκρατία ούτε και για ένα ελάχιστο χρονικό
διάστημα». Συνέτεινε όμως σε μεγάλο βαθμό στον αποπροσανατολισμό,
την εξουδετέρωση και τον παροπλισμό σημαντικών τμημάτων της εργατικής
τάξης. Η κυβέρνηση Μπονόμι και η κυβέρνηση Φάκτα που την αντικατέστησε
το Φλεβάρη του 1922 συνέχισαν την πολιτική Τζιολίτι, συνδράμοντας «με
όλα τα μέσα» τις δυνάμεις του φασισμού.6
Οι
μάχες που έδωσαν οι Ιταλοί εργάτες με τους φασίστες ήταν σφοδρότατες,
αναγκάζοντάς τους μάλιστα σε υποχώρηση σε μια σειρά πόλεις. Την 1η
Αυγούστου 1922 τα συνδικάτα κήρυξαν απεργία διαμαρτυρίας απέναντι στη
φασιστική τρομοκρατία, η οποία εξελίχτηκε σε σκληρή σύγκρουση με την
αστυνομία και τις ένοπλες φασιστικές ομάδες. Οι ρεφορμιστές ηγέτες των
συνδικάτων, κατά τη γνωστή τους τακτική, ανακάλεσαν την απεργία. Ωστόσο
χιλιάδες εργάτες αρνήθηκαν να υπακούσουν στις εντολές των συνδικαλιστών,
συνεχίζοντας την απεργία. Η διαλυτική στάση των τελευταίων όμως
αποδιοργάνωσε σημαντικά το απεργιακό μέτωπο, οδηγώντας στην ήττα του. Η
αγανάκτηση των εργατών ήταν τέτοια, που η «κεντριστική» πλειοψηφία του
Σοσιαλιστικού Κόμματος αναγκάστηκε πια να διαγράψει τη ρεφορμιστική
μειοψηφία από το κόμμα (Οκτώβρης 1922).7 Η
εξέλιξη αυτή επηρέασε ελάχιστα τα γεγονότα που ακολούθησαν. Πατώντας
στην τελευταία ήττα της εργατικής τάξης, οι κεφαλαιοκράτες προχώρησαν
στην επιβολή και ανοιχτής πια δικτατορίας. Έχοντας το «πράσινο φως» από
την Ιταλική Συνομοσπονδία της Βιομηχανίας, το αστικό πολιτικό σύστημα
και το Βατικανό, ο Μουσολίνι εξέδωσε στις 27 Οκτώβρη 1922 διαταγή για
«πορεία εναντίον της Ρώμης» και την επόμενη μέρα εισήλθε στην πρωτεύουσα
ανενόχλητος, καταλαμβάνοντας την εξουσία για λογαριασμό της ιταλικής
άρχουσας τάξης.
Στην Ιταλία, αναφέρει ο Ρ. Π. Ντατ, «η
σοσιαλδημοκρατία προετοίμασε ιδεολογικά το δρόμο για το φασισμό:
Πρώτον, με την εγκατάλειψη ή τη διαφθορά του μαρξισμού. Δεύτερον, με την
άρνηση του διεθνισμού και την προσκόλληση των εργατών στην υπηρεσία του
“δικού τους” ιμπεριαλιστικού κράτους. Τρίτον, με τον πόλεμο ενάντια
στον κομμουνισμό και την προλεταριακή επανάσταση. Τέταρτον, με τη
διαστρέβλωση του “σοσιαλισμού” ή τη χρήση αόριστων “σοσιαλιστικών”
φράσεων (“η νέα κοινωνική τάξη”, η “κοινωνική ευημερία”, η “βιομηχανία
ως δημόσια υπηρεσία” κλπ.), για να συγκαλύψουν το μονοπωλιακό
καπιταλισμό. Πέμπτον, με την υπεράσπιση της ταξικής συνεργασίας και την
ενοποίηση των οργανώσεων της εργατικής τάξης με το καπιταλιστικό κράτος.
Όλα αυτά παρέχουν την ιδεολογική βάση του φασισμού, που αποτελεί το
τελικό στάδιο της πολιτικής της πλήρους αφομοίωσης της εργατικής τάξης,
δεμένης χειροπόδαρα, από τον καπιταλισμό και το καπιταλιστικό κράτος.
Όλη αυτή η προπαγάνδα και η γραμμή της σοσιαλδημοκρατίας προκάλεσε
σύγχυση, αποδυνάμωσε και γκρέμισε την ταξική, σοσιαλιστική θεώρηση των
εργατών εκείνων που ήταν υπό την επιρροή της, απέτρεψε τη διάδοση της
επαναστατικής μαρξιστικής αντίληψης, καλλιέργησε τις ημι-φασιστικές
ιδέες του εθνικισμού, του ιμπεριαλισμού και της ταξικής συνεργασίας και
κατέστησε τις μάζες εύκολη λεία στο φασισμό»8.
Το «παράδειγμα» της Ιταλίας θα επαναληφθεί λίγο-πολύ κατά τον ίδιο
τρόπο σε μια σειρά χώρες της ευρωπαϊκής ηπείρου το αμέσως επόμενο
διάστημα.
Τα
πολιτικά κόμματα και οι συνδικαλιστικές οργανώσεις πάντως δεν
απαγορεύτηκαν αμέσως. Το φασιστικό καθεστώς χρειάστηκε έναν ορισμένο
χρόνο προκειμένου να δημιουργήσει ερείσματα και ν’ αποκτήσει τον
ολοκληρωτικό έλεγχο της χώρας. Το κύμα της τρομοκρατίας (με αποκορύφωμα
τη δολοφονία του σοσιαλιστή ηγέτη Τζ. Ματεότι στις 10 Ιούνη 1924) έφερε
το καθεστώς στα πρόθυρα της πολιτικής κρίσης (1924-1925). «Αλλά τα αστικά και τα δύο σοσιαλιστικά κόμματα9
της αντιπολίτευσης ενεργούσαν αναποφάσιστα. Φοβήθηκαν να καλέσουν τις
μάζες σε επαναστατική εξέγερση εναντίον της κυβέρνησης και να βγουν έξω
από τα πλαίσια της “συνταγματικής”, στην ουσία ακίνδυνης για το φασισμό
αντιπολίτευσης. Συνενώθηκαν στον λεγόμενο συνασπισμό του Αβεντίνο … και,
αφού ανακάλεσαν τους αντιπροσώπους τους από τη βουλή, τα κόμματα αυτά
περιορίστηκαν στο να προπαγανδίζουν την παθητική αναμονή και
καλλιεργούσαν στις λαϊκές μάζες την αυταπάτη πως τάχα το φασιστικό
καθεστώς θα χρεοκοπήσει μόνο του γιατί σπαράζεται από εσωτερικές
αντιθέσεις. Η προπαγάνδα αυτή ωφελούσε το φασισμό, γιατί
αποπροσανατόλιζε τις μάζες από την ενεργό πάλη εναντίον της
τρομοκρατικής δικτατορίας του Μουσολίνι»10.
Η
πρόταση του Κομμουνιστικού Κόμματος για την άμεση κήρυξη γενικής
απεργίας απορρίφτηκε από το συνασπισμό του Αβεντίνο. Το καθεστώς,
εκμεταλλευόμενο την τάση συνθηκολόγησης των αστικών κομμάτων -ιδιαίτερα
της σοσιαλδημοκρατίας και της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργασίας (την οποία
έλεγχαν οι ρεφορμιστές)- ήρε και τα τελευταία υπολείμματα των αστικών
δημοκρατικών και συνδικαλιστικών ελευθεριών που είχαν απομείνει,
θέτοντας εκτός νόμου τα πολιτικά κόμματα και τις συνδικαλιστικές
οργανώσεις (1926). Οι σοσιαλδημοκράτες ρεφορμιστές ηγέτες των συνδικάτων
έσπευσαν να διευκολύνουν το φασιστικό καθεστώς προχωρώντας από μόνοι
τους στην αυτοδιάλυση της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργασίας, ενώ
πρωτοκλασάτα στελέχη τους, όπως οι Ντ’ Αραγκόνα, Ρίγκολα, Μαγκλιόνε
κ.ά., δήλωσαν «δημόσια την παράδοσή τους στον νικηφόρο φασισμό», καθώς και την προθυμία τους «να προσφέρουν τη συνεργασία τους στον Μουσολίνι».11
Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ
Η
οικονομική και πολιτική κρίση του Μεσοπολέμου ανέδειξε το φασισμό σε
βασική εναλλακτική λύση θωράκισης του καπιταλιστικού συστήματος για μια
ολοένα διευρυνόμενη μερίδα του αστικού κόσμου. Ακολούθως, σε μια σειρά
χώρες η ανοιχτή δικτατορία του κεφαλαίου κέρδιζε συνεχώς έδαφος σε σχέση
με το καθεστώς της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Μπροστά στις
εξελίξεις αυτές, η σοσιαλδημοκρατία (που, αν και πιστός στυλοβάτης του
αστικού συστήματος, τώρα εκτοπιζόταν από το φασισμό) στάθηκε είτε
αμήχανα είτε παθητικά, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις επέδρασε καταλυτικά
στην υπονόμευση της εργατικής αντίστασης στην άνοδο του φασισμού. Από τα
πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι οι περιπτώσεις της Γερμανίας και
της Αυστρίας, δίχως βεβαίως να είναι οι μοναδικές.
Στη
Γερμανία, όταν ξέσπασε η διεθνής καπιταλιστική κρίση (1929), κυβερνών
κόμμα ήταν το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD). To SPD, έχοντας προ πολλού
πάρει διαζύγιο από το μαρξισμό, έκανε το παν προκειμένου να διασώσει τον
παραπαίοντα καπιταλισμό. Αλλά και όταν έχασε την καγκελαρία το 193012,
στήριξε με κάθε τρόπο την κυβέρνηση του Χ. Μπρούνινγκ (του τέταρτου σε
ψήφους κόμματος, του Κέντρου, που σχημάτισε κυβέρνηση δίχως να διαθέτει
πλειοψηφία, βάσει έκτακτου προεδρικού διατάγματος παρακάμπτοντας το
κοινοβούλιο). Το καθεστώς της «αυταρχικής δημοκρατίας», όπως το
χαρακτήρισε ο ίδιος ο Μπρούνινγκ, ουσιαστικά επιβίωσε κοινοβουλευτικά
χάρη στην ανοχή που του παρείχε το μεγαλύτερο κόμμα στο Ράιχσταγκ,
δηλαδή οι Σοσιαλδημοκράτες (ακόμα και το «δεξιό» Εθνικό Λαϊκό Κόμμα
αρνήθηκε να στηρίξει την κυβέρνηση). Το SPD όχι μόνο έβαλε
κοινοβουλευτική πλάτη σ’ όλα τ’ αντιλαϊκά μέτρα, αλλά ανέλαβε να τηρήσει
την «ησυχία» και την «τάξη» εκτός κοινοβουλίου. Είναι χαρακτηριστικό
πως, όταν ξέσπασε η δεύτερη κατά σειρά απεργία των εργατών μετάλλου τον
Οκτώβρη του 1930, οι Σοσιαλδημοκράτες διατράνωσαν σ’ όλους τους τόνους
και μ’ όλους τους τρόπους ότι «στη διάρκεια της οικονομικής κρίσης η απεργία είναι έγκλημα»13! «Η αποδόμηση της κοινωνικής πολιτικής», επεσήμανε ο Μπρούνινγκ, «είναι πιο εύκολο να γίνει με τη Σοσιαλδημοκρατία παρά με τη δεξιά».14
Υπό
αυτές τις συνθήκες κι έχοντας πλέον εξασφαλίσει την υποστήριξη της
γερμανικής άρχουσας τάξης, στις εκλογές της 31ης Ιούλη 1932 το
Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα του Α. Χίτλερ αντικατέστησε τους
Σοσιαλδημοκράτες ως πρώτο κόμμα στο Ράιχσταγκ, συγκεντρώνοντας το 37,27%
των ψήφων (+19% από το 1930).15 Καθ’ όλη αυτήν την περίοδο, «τα
συνθήματα των σοσιαλδημοκρατών βεβαίωναν ότι ο κύριος εχθρός βρισκόταν
στ’ αριστερά και ότι η Γερμανία έπρεπε να “σωθεί από τον μπολσεβικισμό”»16.
Στις
προεδρικές εκλογές που προηγήθηκαν, το SPD, με το αιτιολογικό «να μη
βγει ο Χίτλερ», στοιχήθηκε πίσω από το στρατάρχη Πολ φον Χίντεμπουργκ
(φανατικό μοναρχικό και σφαγέα του Α΄ Παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού
Πολέμου), ο οποίος κι επανεκλέχτηκε χάρη στην υποστήριξή του. Όπως
σημειώνει ο σοσιαλδημοκράτης Χ. Βίνκλερ, «η νίκη του Χίντεμπουργκ
οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στην πολιτική της ανοχής που είχαν ακολουθήσει
οι σοσιαλδημοκράτες. Αν οι οπαδοί του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος δεν
είχαν εξοικειωθεί, ήδη από το φθινόπωρο του 1930, με την “πολιτική του
μικρότερου κακού”, θα ήταν πολύ δύσκολο να πειστούν την άνοιξη του 1932
ότι, για να εμποδίσουν την εθνικοσοσιαλιστική δικτατορία, όφειλαν να
εκλέξουν στην κορυφή της Δημοκρατίας έναν αμετανόητο μοναρχικό»17.
Οι
Σοσιαλδημοκράτες χαρακτήρισαν τη νίκη του Χίντεμπουργκ «νίκη του
Συντάγματος και της Δημοκρατίας». Ωστόσο, δεν πέρασαν ούτε λίγες μέρες
ωσότου «o Χίντεμπουργκ απηύθυνε “Έκκληση σε όλα τα κόμματα για κοινή
δράση των δυνάμεων από το Κέντρο μέχρι τους Εθνικοσοσιαλιστές”, ενώ
ενάμιση μήνα μετά την εκλογή του όρισε Καγκελάριο τον ακόμα πιο
αντιδραστικό Φ. φον Πάπεν, που με τη σειρά του συνωμοτούσε ανοιχτά με το
ναζιστικό κόμμα και τον Χίτλερ. Με λίγα λόγια, το SPD, “για να μη βγει ο
Χίτλερ”, στήριξε το φιλομοναρχικό Χίντεμπουργκ, ο οποίος διόρισε
Καγκελάριο τον Πάπεν, ο οποίος με τη σειρά του συνωμοτούσε ανοιχτά για
την παράδοση της εξουσίας στον Χίτλερ, ενώ στις 30 Γενάρη [1933] ο ίδιος
ο Χίντεμπουργκ όρισε Καγκελάριο τον Χίτλερ. Και αυτή η περίπτωση
αποδεικνύει ότι η λογική του μικρότερου κακού καταλήγει πάντα στο
μεγαλύτερο κακό. Οι εξελίξεις δικαίωσαν απόλυτα το ΚΚΓ που στις
προεδρικές εκλογές του 1932 αντέταξε στη λογική του μικρότερου κακού το
σύνθημα: “Όποιος ψηφίζει τον Χίντεμπουργκ, ψηφίζει τον Χίτλερ. Όποιος
ψηφίζει τον Χίτλερ, ψηφίζει τον Χίντεμπουργκ”»18.
Ακόμα
και όταν ο Φρ. φον Πάπεν καθαίρεσε πραξικοπηματικά τη σοσιαλδημοκρατική
κυβέρνηση της Πρωσίας (Ιούλης 1932), ακόμα και τότε οι σοσιαλδημοκράτες
αρνήθηκαν κατηγορηματικά να παρεκκλίνουν από την «αστική νομιμότητα»
που οδηγούσε με μαθηματική ακρίβεια στην επιβολή ανοιχτής δικτατορίας
του κεφαλαίου. Στην πρόταση των κομμουνιστών να κηρυχτεί άμεσα γενική
απεργία διαμαρτυρίας, οι σοσιαλδημοκράτες όχι μόνο απάντησαν αρνητικά,
αλλά και τους «κατηγόρησαν για “πρόκληση”, δηλώνοντας πως αυτοί θα δρουν “νόμιμα”». «Η απειλή του φασισμού», σημειώνει ο Φόστερ, «τους φαινόταν πολύ μικρότερος κίνδυνος από τον αγώνα για το σοσιαλισμό».19
Σύντομα, «ήρθε
η ώρα που “μικρότερο κακό” για το SPD κόντεψε να γίνει και ο ίδιος ο
Χίτλερ. Η εφημερίδα “Φόρβερτς”, επίσημο όργανο του SPD, λίγες ώρες πριν
τον ορισμό του Χίτλερ ως Καγκελάριου από τον Χίντεμπουργκ σημείωνε ότι:
“Μετά την πτώση του Σλάιχερ, η συνταγματικότητα είναι δυνατό να
διασφαλιστεί μόνο εάν ο Χίτλερ συγκεντρώσει την κοινοβουλευτική
πλειοψηφία και μόνο αν δοθεί εγγύηση ότι αμέσως μόλις χάσει την
πλειοψηφία θα εξαφανιστεί”. Ο Βίνκλερ εκτιμά ότι: “Στην πραγματικότητα,
οι ενέργειες των σοσιαλδημοκρατών κατά της αναβολής των εκλογών οδηγούν
στο συμπέρασμα ότι και οι ίδιοι θεωρούσαν πως μια ενδεχόμενη κυβέρνηση
του Χίτλερ, αν ακολουθούσε τη νόμιμη οδό, ήταν προτιμότερη από την
προσωρινή δικτατορία του Σλάιχερ”»20.
Όμως «εκτός
από την “πολιτική της ανοχής” και τη λογική του “μικρότερου κακού”, το
SPD έστρωνε το χαλί στους ναζιστές και με την επιχειρηματολογία περί
“εθνικών στόχων” και “εθνικής ανάπτυξης”. Χαρακτηριστικό είναι το
παράδειγμα του σοσιαλδημοκράτη αρχισυνδικαλιστή Τεοντόρ Λάιπαρτ, ο
οποίος σε μια προγραμματική ομιλία για τα “πολιτισμικά καθήκοντα των
συνδικάτων” ανέφερε: “Κανένα κοινωνικό στρώμα δεν μπορεί να αδιαφορεί
για την εθνική ανάπτυξη”, ενώ ως σκοπό των συνδικάτων πρότασσε να
“ξυπνήσουν μέσα τους (σ.σ.: στους εργάτες) το αίσθημα της συνύπαρξης σε
μια κοινότητα και να καλλιεργήσουν την ιδέα της κοινότητας”, καθώς και
ότι οι εργάτες “διέθεταν το στρατιωτικό πνεύμα της πειθαρχίας και της
θυσίας υπέρ του συνόλου”. Όπως αναφέρει και ο Βίνκλερ: “Ο εργάτης, ως
στρατιώτης της εργασίας, ο οποίος, σε αντίθεση με τον φιλελεύθερο αστό,
υπηρετεί το σύνολο του έθνους, είχε πολλά κοινά με τη ‘μορφή’ για την
οποία έγραφε ο (σ.σ. εθνικοσοσιαλιστής) Γιούνκερ και ελάχιστα με τον
προλετάριο που διέθετε ταξική συνείδηση”. Ο οργανωτικός υπεύθυνος του
Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος Γκρέγκορ Στράσερ στις 20 Οκτώβρη 1932
δήλωνε ότι η ομιλία του σοσιαλδημοκράτη Λάιπαρτ περιείχε φράσεις “που,
αν τις εννοεί πραγματικά, ανοίγουν νέες προοπτικές για το μέλλον”.
Συνολικά ο Βίνκλερ σχολιάζει ως εξής την αντιπολίτευση του SPD στις δύο
κυβερνήσεις Μπρούνινγκ από το 1930 μέχρι το 1932: “Από τη στιγμή που οι
σοσιαλδημοκράτες στήριζαν την αντιλαϊκή πολιτική λιτότητας του Brüning, ο
Φύρερ των εθνικοσοσιαλιστών μπορούσε να παρουσιάζει το κόμμα του ως το
μοναδικό λαϊκό αντιπολιτευτικό κίνημα που βρισκόταν στα δεξιά των
κομμουνιστών και, ταυτόχρονα, ως εναλλακτική διέξοδο στο ‘μαρξισμό’ τόσο
τον μπολσεβίκικο όσο και τον ρεφορμιστικό”»21.
Όπως
αναφέραμε ήδη πιο πάνω λοιπόν, στις 30 Γενάρη 1933 ο πρόεδρος
Χίντεμπουργκ διόρισε τον Χίτλερ καγκελάριο και τον Πάπεν αντικαγκελάριο
της Γερμανίας. Είχαν προηγηθεί νέες εκλογές (6 Νοέμβρη 1932) κατά τις
οποίες τόσο το Εθνικοσοσιαλιστικό όσο και το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα
υπέστησαν απώλειες (-4,18% και -1,15% αντίστοιχα), ενώ το Κομμουνιστικό
Κόμμα σημείωσε άνοδο (+2,54%) αγγίζοντας τις 6 εκατομμύρια ψήφους.22
Αμέσως
μετά από το διορισμό του Χίτλερ στην καγκελαρία, το ΚΚΓ κάλεσε τους
πολιτικούς και συνδικαλιστικούς ηγέτες της σοσιαλδημοκρατίας σε κήρυξη
γενικής απεργίας «με συνθήματα: “Όλοι στο πεζοδρόμιο!”, “Να κλείσουν
τα εργοστάσια!”, “Στην επίθεση των αιμοβόρων φασιστικών σκυλιών ν’
απαντήσουμε αμέσως με απεργία, με μαζική απεργία, με γενική απεργία!”». Όμως και αυτή η πρόταση του ΚΚ προσέκρουσε στην κατηγορηματική άρνηση των Σοσιαλδημοκρατών «με
το πρόσχημα πως ο Χίτλερ ανέβηκε στην εξουσία νόμιμα και πως το
προλεταριάτο δεν πρέπει “να σπαταλήσει πρόωρα το μπαρούτι της γενικής
απεργίας”».23 Την ίδια στιγμή, το
επίσημο όργανο του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, η εφημερίδα «Φόρβερτς»,
στις 2 Φλεβάρη 1933, καυχιόταν πως, «“αν δεν υπήρχαν οι σοσιαλδημοκράτες”, ένας άνθρωπος του λαού σαν τον Χίτλερ δε θα μπορούσε ποτέ να γίνει καγκελάριος»24.
Με
δεδομένη και τη στάση αυτή της σοσιαλδημοκρατίας, η γερμανική αστική
τάξη εξαπέλυσε γενική επίθεση κατά της εργατικής τάξης (και ιδιαίτερα
κατά της πρωτοπορίας της, των κομμουνιστών), ενώ φρόντισε να εξαλείψει
και τα τελευταία υπολείμματα ακόμα κι αυτών των υποτυπωδών
αστικοδημοκρατικών δικαιωμάτων κι ελευθεριών της Βαϊμάρης. Στις 27
Φλεβάρη εκδηλώθηκε η προβοκάτσια του εμπρησμού του Ράιχσταγκ (που
πραγματοποίησαν οι Ναζί για να την προσάψουν στους κομμουνιστές ως
πρόσχημα για τις διώξεις που θ’ ακολουθούσαν) και στις 28 Φλεβάρη
αναστάλθηκαν μ’ έκτακτο προεδρικό διάταγμα όλα τ’ άρθρα του συντάγματος
της Βαϊμάρης που σχετίζονταν με την ελευθερία του ατόμου, του λόγου, των
συγκεντρώσεων, της ίδρυσης συνδικαλιστικών οργανώσεων κ.ο.κ. Υπό αυτές
τις συνθήκες, στις εκλογές της 5ης Μάρτη 1933 το Εθνικοσοσιαλιστικό
Κόμμα αύξησε τα ποσοστά του σε 43,91%, χωρίς όμως και πάλι να πετυχαίνει
την απόλυτη πλειοψηφία στο κοινοβούλιο: Κάτι που τελικά κατάφερε
ακυρώνοντας την εκλογή των 81 κομμουνιστών βουλευτών.
Οι
Σοσιαλδημοκράτες χαιρέτησαν τις εξελίξεις μέσω του ίδιου τους του
προέδρου Ότο Βελς, ο οποίος, κατά την εναρκτήρια συνεδρίαση της νέας
βουλής ανακοίνωσε την αποχώρηση του κόμματός του από τη Σοσιαλιστική
Εργατική Διεθνή (σ’ ένδειξη διαμαρτυρίας για την «κριτική» της
τελευταίας στο ναζιστικό καθεστώς), ενώ ταυτόχρονα «προσφέρθηκε να συνεργαστεί με τον Χίτλερ»25. Οι σοσιαλδημοκράτες συνδικαλιστές ηγέτες Λάιπαρτ και Γκρόσμαν χαρακτήρισαν την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία ως «θριαμβευτική συνέχιση της επανάστασης του 1918»26!
Αλλά
και η «κριτική» της Σοσιαλιστικής Εργατικής Διεθνούς δεν ήταν παρά
άσφαιρα πυρά, συνοδευόμενη μάλιστα από την παρότρυνση προς τους
Γερμανούς Σοσιαλδημοκράτες να μην παρεκτρέψουν την όποια «αντίστασή»
τους από τα όρια της νομιμότητας!27
Όχι βέβαια πως η ηγεσία της γερμανικής Σοσιαλδημοκρατίας είχε ανάγκη από τέτοιες συμβουλές. Όπως αναφέρει ο Ου. Φόστερ,
«οι διάφοροι ηγέτες της σοσιαλδημοκρατίας Βελς, Κάουτσκι, Λάιπαρτ και
άλλοι, ξεκίνησαν για να ενσωματωθούν στο καθεστώς του Χίτλερ. Δήλωσαν
ότι ο Χίτλερ, ένας άνθρωπος που προερχόταν απ’ το λαό, είχε καταλάβει
την αρχή με συνταγματικά μέσα. Έφτασαν μάλιστα ως το σημείο να καυχηθούν
ότι χωρίς την πολιτική της σοσιαλδημοκρατίας αυτός δεν θα κατόρθωνε
ποτέ να πάρει την εξουσία. Οι οπορτουνιστές ηγέτες των συνδικάτων τους
ξεπέρασαν όλους, όπως συνήθως, σε δουλοπρέπεια. Ο Μάρκαντ αναφέρει ότι
στις 29 του Απρίλη η “Gewerkschafstzeitung” (επίσημο δημοσιογραφικό
όργανο των συνδικάτων) δημοσίευσε ένα άρθρο που χαιρέτιζε την
εθνικοσοσιαλιστική (ναζιστική) πρωτομαγιά σαν μέρα νίκης για το κίνημα
των εργαζομένων και καλούσε τους εργάτες να συμμετάσχουν στον εορτασμό
των Ναζήδων.
Ο
Φριτς Χέκερτ έγραφε τότε μέσα στη φωτιά της μάχης ότι “ο Λάιπαρτ,
σύμμαχος του Τρότσκι, όχι μόνο παραδίνει τα συνδικάτα στον Χίτλερ, όχι
μόνο δηλώνει ότι η γερμανική ομοσπονδία εργασίας (ADGB) δέχεται την
αναδιοργάνωση των εργατικών οργανώσεων σύμφωνα με το ιταλικό (φασιστικό)
πρότυπο, αλλά φτάνει ως το σημείο να γράφει ότι τα καθήκοντα που
μπαίνουν στα συνδικάτα πρέπει να εκπληρωθούν ανεξάρτητα απ’ τη μορφή που
παίρνει το κρατικό καθεστώς. Και πέρα από αυτό, τονίζει ότι τα
συνδικάτα είναι πάντοτε πρόθυμα να συνεργασθούν με τις οργανώσεις των
εργοδοτών, ότι αναγνωρίζουν τον κρατικό έλεγχο και την κρατική διαιτησία
και ότι προσφέρονται να βοηθήσουν την κυβέρνηση και το κοινοβούλιο
-δηλαδή το χιτλερικό Ράιχσταγκ- με τις γνώσεις τους και την πείρα τους”»28.
Στις 17 Μάη, δύο περίπου βδομάδες αφότου τα γραφεία των συνδικάτων
καταλήφθηκαν και οι ηγέτες τους συνελήφθησαν (2 Μάη) και τέσσερις μόλις
ημέρες μετά από την κατάσχεση των περιουσιακών στοιχείων των συνδικάτων
(13 Μάη), «οι σοσιαλδημοκράτες αντιπρόσωποι στο Ράιχσταγκ -οι
περισσότεροι συνδικαλιστές- έδειξαν για άλλη μια φορά την γλοιώδη τους
δουλοπρέπεια ψηφίζοντας υπέρ της απόφασης της φασιστικής κυβέρνησης
[σ.σ. για τη διάλυση-καθυπόταξη του συνδικαλιστικού κινήματος]»29.
Ωστόσο «αυτή η σοσιαλδημοκρατική δουλοπρέπεια ήταν εντελώς μάταιη. Η εποχή του αστικού ρεφορμισμού είχε περάσει». Όπως τόνισε ο ηγέτης του Εθνικοσοσιαλιστικού Εργατικού Μετώπου Δρ. Λέι, «οι Λάιπαρτ και Γκρόσμαν μπορούν, αν θέλουν, να εκφράζουν την αφοσίωσή τους στον Χίτλερ. Η θέση τους όμως είναι στη φυλακή».30
Πράγματι, 3 μήνες μετά από την απαγόρευση του Κομμουνιστικού Κόμματος
(14 Μάρτη) ήρθε και η σειρά του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος να τεθεί
εκτός νόμου (22 Ιούνη). Ακολούθως, «πιάστηκαν πολλοί
σοσιαλδημοκράτες, άλλοι έφυγαν από τη χώρα, ενώ πολλοί σοσιαλιστές
γραφειοκράτες συνθηκολογούσαν με τον Χίτλερ και γίνονταν όργανα της
καταπιεστικής του μηχανής». Οι Γερμανοί κομμουνιστές συνέχισαν τα
επόμενα χρόνια τις προσπάθειες προσέγγισης με τους σοσιαλδημοκράτες για
κοινή δράση κατά του φασισμού, χωρίς όμως ιδιαίτερη ανταπόκριση.31
Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΑΥΣΤΡΙΑΣ
Παρόμοια
ήταν και η στάση του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Αυστρίας απέναντι
στη φασιστική δικτατορία του Ε. Ντόλφους (ηγέτη του Χριστιανοκοινωνικού
Κόμματος και καγκελαρίου της Αυστρίας από το Μάη του 1932, ο οποίος στις
7 Μάρτη 1933 διέλυσε τη βουλή εγκαθιδρύοντας φασιστικό καθεστώς): «Όπως
η Σοσιαλδημοκρατία στη Γερμανία υποστήριξε τα έκτακτα δικτατορικά μέτρα
του Μπρούνινγκ και επιδίωξε να έρθει σε συμβιβασμό με τη δικτατορία του
Χίτλερ, έτσι και η Αυστριακή Σοσιαλδημοκρατία ήταν πλήρως έτοιμη να
υποστηρίξει τα έκτακτα δικτατορικά μέτρα του Ντόλφους, με αντάλλαγμα να
της επιτραπεί η νόμιμη ύπαρξη της Οργάνωσής της στα πλαίσια της
δικτατορίας (την ίδια στιγμή που το Κομμουνιστικό Κόμμα διωκόταν)… Στο
συνέδριο του κόμματος τον Οκτώβριο του 1933 η Σοσιαλδημοκρατική ηγεσία
έθεσε τέσσερις όρους για τους οποίους θα άρχιζε την πάλη κατά της
φασιστικής δικτατορίας: 1. Αν υιοθετούνταν ένα φασιστικό σύνταγμα δίχως
να συμβουλευθεί η βουλή. 2. Αν απομακρυνόταν η δημοτική αρχή της
Βιέννης. 3. Αν το κόμμα υπόκειτο σε διώξεις. 4. Αν τα συνδικάτα
υπόκειντο σε διώξεις»32. Βεβαίως,
κανέναν «αγώνα» δεν κήρυξε η αυστριακή σοσιαλδημοκρατία κατά της
φασιστικής δικτατορίας, ακόμα και όταν το καθεστώς παραβίασε όλους τους
παραπάνω όρους (οι οποίοι, κατά τ’ άλλα, προπαγανδίστηκαν με όλους τους
τρόπους και σ’ όλους τους τόνους προκειμένου να κρατηθεί η εργατική τάξη
εφησυχασμένη και παροπλισμένη).
«Τι
να κάνουμε;», ομολογούσε ο ίδιος ο ηγέτης του Σοσιαλδημοκρατικού
Κόμματος της Αυστρίας Ότο Μπάουερ ανήμερα της διάλυσης της βουλής από
τον Ε. Ντόλφους στις 7 Μάρτη 1933. «Οι Σοσιαλδημοκράτες ξέραμε πολύ
καλά ότι θα ήταν πολύ δύσκολο να επιτύχει μια γενική απεργία σε μια
περίοδο πρωτοφανούς ανεργίας σε μέγεθος και διάρκεια. Οι
Σοσιαλδημοκράτες κάναμε κάθε δυνατή προσπάθεια για να αποτρέψουμε μια
βίαιη εκδοχή. Για μια περίοδο πάνω από έντεκα μήνες προσπαθήσαμε ξανά
και ξανά να ξεκινήσουμε διαπραγματεύσεις με τον Ντόλφους… Ξανά και ξανά
προσφερθήκαμε να εγκρίνουμε εκτεταμένες αλλαγές στο σύνταγμα και
έκτακτες εξουσίες στην κυβέρνηση για μια περίοδο δύο ετών, με μοναδικό
αντάλλαγμα τις πιο στοιχειώδεις νόμιμες ελευθερίες δράσης για το κόμμα
και τα συνδικάτα»33. Και όμως, το
Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Αυστρίας δεν ήταν ένα τόσο «ανήμπορο» κόμμα.
Στις τελευταίες εκλογές (του 1930) είχε έρθει πρώτο, συγκεντρώνοντας
πάνω από 1,5 εκατομμύριο ψήφους (41,1%), διέθετε μαζικές και ισχυρές
οργανώσεις (είχε περίπου 600.000 μέλη), ενώ έλεγχε πλήρως το
συνδικαλιστικό κίνημα.
Στις
12 Φλεβάρη 1934 ο Ντόλφους έθεσε εκτός νόμου το Σοσιαλδημοκρατικό
Κόμμα, το Σώμα Εργατικής Αυτοάμυνας και τα συνδικάτα. Οι εργάτες
ξεσηκώθηκαν αγνοώντας τις προτροπές περί του αντιθέτου από τους
Σοσιαλδημοκράτες (οι οποίοι έλπιζαν σε κάποιου είδους «συνεννόηση» της
τελευταίας στιγμής με το φασιστικό καθεστώς). Η απεργία που κηρύχτηκε
στις 14 Φλεβάρη μετατράπηκε σε πραγματική εξέγερση. Οι Σοσιαλδημοκράτες
όχι μόνο αρνήθηκαν να στηρίξουν πολιτικά κι έμπρακτα την απεργία, αλλά
βασικά συνδικάτα, όπως π.χ. των σιδηροδρομικών, έγιναν απεργοσπάστες
μεταφέροντας κυβερνητικά στρατεύματα στα κέντρα των μαχών κατά των
εξεγερμένων.
«Ύστερα από τετραήμερο αγώνα», σημείωνε ο Ότο Μπάουερ,
«οι Βιεννέζοι εργάτες ηττήθηκαν. Ήταν το αποτέλεσμα αυτό αναπόφευκτο;
Μπορούσαν άραγε να είχαν κερδίσει; Με την πείρα των λίγων εκείνων
ημερών, μπορούμε να πούμε ότι, αν οι σιδηρόδρομοι είχαν σταματήσει, αν η
γενική απεργία είχε απλωθεί σ’ ολόκληρη τη χώρα, αν το Schutzbund (Σώμα
Εργατικής Αυτοάμυνας) είχε κινητοποιήσει τη μεγαλύτερη μάζα των εργατών
όλης της χώρας, η κυβέρνηση δεν θα κατόρθωνε να καταπνίξει την
εξέγερση». «Τότε», ομολόγησε, «θα μπορούσαμε να νικήσουμε. Αλλά φοβηθήκαμε τον αγώνα».34
Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΩΝ ΛΑΪΚΩΝ ΜΕΤΩΠΩΝ
Στο
πλαίσιο της αντιμετώπισης του φασισμού, στα μέσα της δεκαετίας του
1930, το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα επιδίωξε τη συμμαχία με τη
σοσιαλδημοκρατία (βλ. 7ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς, 1935).
Έτσι, σε μια σειρά χώρες σχηματίστηκαν «Λαϊκά Μέτωπα» που στην περίπτωση
της Ισπανίας και της Γαλλίας κατάφεραν να κερδίσουν την κοινοβουλευτική
πλειοψηφία και να σχηματίσουν κυβέρνηση.
Στην
Ισπανία το Λαϊκό Μέτωπο συγκροτήθηκε -με πρωτοβουλία των κομμουνιστών-
στις 15 Γενάρη 1936. Σ’ αυτό έλαβαν μέρος το Κομμουνιστικό και το
Σοσιαλιστικό Κόμμα, η Δημοκρατική Αριστερά, η Αριστερά της Καταλονίας
κ.ά. κόμματα, καθώς και η ενιαία Γενική Ένωση Εργαζομένων (που, όπως και
στη Γαλλία, προήλθε από τη συγχώνευση της αντίστοιχης ταξικής και
ρεφορμιστικής Συνομοσπονδίας). Στις εκλογές της 16ης Φλεβάρη και 4ης
Μάρτη 1936 το Λαϊκό Μέτωπο κέρδισε οριακή πλειοψηφία έναντι του Εθνικού
Μετώπου που είχαν συγκροτήσει μια σειρά συντηρητικά αστικά κόμματα
(47,03% έναντι 46,48%). Πρώτος πρωθυπουργός της κυβέρνησης του Λαϊκού
Μετώπου έγινε ο Μ. Αθάνα (του Σοσιαλιστικού Κόμματος), που στη συνέχεια
(10 Μάη) εκλέχτηκε πρόεδρος κι αντικαταστάθηκε στην πρωθυπουργία από τον
Σ. Κ. Κιρόγα (της Δημοκρατικής Αριστεράς).
Αμέσως
ενεργοποιήθηκαν ζυμώσεις μεταξύ των τμημάτων εκείνων της ισπανικής
αστικής τάξης που προσανατολίζονταν πλέον στην επιβολή ανοιχτής,
φασιστικής δικτατορίας. Το Κομμουνιστικό Κόμμα, που διέβλεπε αυτήν την
εξέλιξη, ζητούσε επίμονα από την κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου να προβεί
στην εκκαθάριση των σωμάτων ασφαλείας και του στρατού από τα φασιστικά
στοιχεία και να οπλίσει την εργατική τάξη. Η απάντηση της κυβέρνησης,
ωστόσο, ήταν κατηγορηματική. «Αφήστε το στρατό ήσυχο, μην μπάζετε την πολιτική στο στρατό»,
έλεγαν. Όσον αφορά δε τον εξοπλισμό της εργατιάς -ως το
αποτελεσματικότερο μέσο για τη συντριβή ενός ενδεχόμενου φασιστικού
πραξικοπήματος εν τη γενέσει του- η εντολή που δόθηκε δεν έδινε πολλά
περιθώρια παρερμηνείας: «Όποιος δώσει όπλα στους εργάτες θα παραπεμφθεί στο στρατοδικείο!». Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η Ντολόρες Ιμπαρούρι (η θρυλική Πασιονάρια) «και σαν αυτόπτης μάλιστα μάρτυς […] πολλοί ηγέτες του Λ.Μ. [σ.σ. Λαϊκού Μετώπου]
κινήθηκαν, αν και χωρίς επιτυχία, για να εμποδίσουν ακόμα και την
απελευθέρωση των “30.000”, δηλαδή των κρατουμένων από την εξέγερση των
Αστουριών του Οκτώβρη του 1934, που αποτελούσαν και το βασικό
προεκλογικό σύνθημα του Λ.Μ.»35.
Τελικά
η στρατιωτική φασιστική κίνηση εκδηλώθηκε στις 17-18 Ιούλη 1936, μ’
επικεφαλής το στρατηγό Φ. Φράνκο. Η αναποφασιστικότητα, αναβλητικότητα,
έως και τάση συμβιβασμού με τους φασίστες από τη μεριά της κυβέρνησης
του Λαϊκού Μετώπου επέδρασαν καταλυτικά στην αρχική προέλαση των
κινηματιών. Με την έκρηξη της στάσης «ο Κιρόγα παραιτήθηκε και ο
Αθάνα έδωσε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον Μαρτίνεζ Μπάριο (αρχηγό
της Δημοκρατικής Συμμαχίας), στην κατεύθυνση συμβιβασμού με τους
φασίστες στασιαστές, δηλαδή υποταγής σε αυτούς. Ένα έντονο κύμα λαϊκής
οργής απέτρεψε αυτό το σχέδιο. Έτσι στις 19 Ιούλη κυβέρνηση σχημάτισε ο
Χοσέ Γκιράλ του Αριστερού Δημοκρατικού Κόμματος. Όμως οι τρεις μέρες που
χάθηκαν σε άσκοπες συζητήσεις για το αν θα έπρεπε να εξοπλιστεί ο λαός ή
όχι έδωσαν στους φασίστες τη δυνατότητα να καταλάβουν 23 πόλεις»36.
Στις
4 Σεπτέμβρη 1936 σχηματίστηκε και πάλι νέα κυβέρνηση υπό το Σοσιαλιστή
Λάργκο Καμπαλέρο (στην οποία μετείχαν για πρώτη φορά όλα τα κόμματα του
Λαϊκού Μετώπου -μεταξύ αυτών και το ΚΚ- ενώ στη συνέχεια εντάχτηκαν
επίσης το Βασκικό Εθνικό Κόμμα κι εκπρόσωποι της αναρχικής CNT). Κρίσιμο
θέμα διαπάλης στη φάση αυτή του αγώνα κατά του Φράνκο: Η συγκρότηση
τακτικού στρατού. «Τόσο οι σοσιαλιστές όσο και οι αναρχικοί», σημειώνει ο Θ. Παπαρήγας, «αντιδρούν
στη δημιουργία τακτικού στρατού. Οι αναρχικοί κατηγορούν τους
κομμουνιστές σαν …αντεπαναστάτες επειδή το προτείνουν. Η ανίερη αυτή
συμμαχία σοσιαλιστών-αναρχικών έχει σαν αποτέλεσμα την πτώση της Μάλαγα
(8 Φλεβάρη 1937), όπου οι φρανκικές δυνάμεις επιτίθενται ακριβώς με τον
τρόπο που είχαν προβλέψει και λεπτομερώς “προπεριγράψει” οι
κομμουνιστές».37
Όσον
αφορά τις διεθνείς διαστάσεις του ισπανικού εμφυλίου, ενώ θα περίμενε
κανείς το «αδελφό» Λαϊκό Μέτωπο της Γαλλίας, υπό τον επίσης Σοσιαλιστή
πρωθυπουργό Λ. Μπλουμ, να είναι το πρώτο που θα έσπευδε σε βοήθεια της
Δημοκρατικής Ισπανίας, συνέβη ακριβώς το αντίθετο. Στη Γαλλία ανήκε η
διπλωματική πρωτοβουλία για τη διεθνή απομόνωση της Δημοκρατικής
Ισπανίας που πραγματοποιήθηκε μέσ’ από την πολιτική της δήθεν «μη
επέμβασης». Ήταν δε η πρώτη χώρα που έκλεισε τα σύνορά της, στερώντας
από τους μαχητές κατά του φασισμού κάθε δυνατότητα να προμηθευτούν όπλα
και πολεμοφόδια μέσω του γαλλικού εδάφους. Το γεγονός αυτό υπήρξε
καταλυτικό π.χ. στην πτώση της συνοριακής πόλης του Ιρούν (λίγες μόνο
μέρες αφότου είχαν κλείσει τα γαλλοϊσπανικά σύνορα), όπου οι εργάτες των
ορυχείων αναγκάστηκαν -ελλείψει πυρομαχικών- να πολεμούν με δυναμίτη
και πέτρες τις στρατιές του Φράνκο οι οποίες είχαν στη διάθεσή τους
τανκς κι αεροπλάνα (που τους είχε προμηθεύσει η ναζιστική Γερμανία). Το
εμπάργκο τελικά ίσχυσε μόνο για την κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου.
Αμερικανικά και βρετανικά μονοπώλια έκαναν χρυσές δουλειές με τον Φράνκο38,
ενώ Γερμανία και Ιταλία συνέδραμαν τους Ισπανούς ομοϊδεάτες τους, τόσο
σε πολεμικό υλικό όσο και σε άνδρες (με 16.000 και 50.000 στρατιώτες
αντίστοιχα). Η μόνη χώρα που στάθηκε στο πλευρό του αγωνιζόμενου
ισπανικού λαού ήταν η Σοβιετική Ένωση.39
Σε
κουφά αυτιά έπεσαν επίσης οι επανειλημμένες εκκλήσεις της
Κομμουνιστικής Διεθνούς προς τη Σοσιαλιστική Διεθνή για την ανάληψη
κοινής δράσης υπέρ της Δημοκρατικής Ισπανίας. Ο Ντιμιτρόφ (ΓΓ της ΚΔ)
απευθύνθηκε ξανά και ξανά γι’ αυτό το ζήτημα στον ομόλογό του Μπρούκερ
(στις 3 Ιούνη 1937, στις 26 Ιούνη 1937, στις 17 Ιούλη 1937 κ.ο.κ.), για
να λάβει πάντοτε την ίδια απάντηση, πως, δηλαδή, «ο Πρόεδρος της ΣΔ [σ.σ. Σοσιαλιστικής Διεθνούς] “δεν έχει πλήρεις εξουσίες” για να πάρει πρωτοβουλία». Δεν ήταν βεβαίως θέμα «αρμοδιοτήτων», αλλά καθαρά πολιτικής ουσίας. «Μόλις
γίνονται γνωστές οι επαφές των δύο Διεθνών το καλοκαίρι του 1937, το
Εργατικό Κόμμα [της Βρετανίας] παρεμβαίνει κι αφαιρεί τις
εξουσιοδοτήσεις του από την ηγεσία της ΣΔ. Δεν ήταν, όμως, το μόνο
πρόβλημα. Στην Ολλανδία και την Τσεχοσλοβακία, τα σοσιαλιστικά κόμματα
απειλούν με αποχώρηση από τη ΣΔ αν οι επαφές συνεχιστούν. Τα πράγματα
παίρνουν ιδιαίτερα σοβαρή τροπή στο Βέλγιο, έδρα της ΣΔ, όπου μια ομάδα
σοσιαλιστών ηγετών φέρεται να δηλώνει ότι “προτιμά τη ναζιστική Γερμανία
από την ΕΣΣΔ”». Την ίδια στιγμή, διάφοροι επιφανείς ηγέτες της
διεθνούς σοσιαλδημοκρατίας, όπως οι Άντλερ, Άτλι και Σκέβελενς,
επισκέπτονταν τη Δημοκρατική Ισπανία εκφωνώντας βαρύγδουπους,
υποκριτικούς λόγους. «Σύντροφοι», διαβεβαίωνε ο Σκέβελενς απευθυνόμενος στη γαλλοβελγική ταξιαρχία, «σας ορκίζομαι ότι θα πάρετε όπλα!».40
Αρχές
του 1939 οι διεθνείς πιέσεις προς την κυβέρνηση του ισπανικού Λαϊκού
Μετώπου (επικεφαλής της οποίας ήταν από τις 17 Μάη 1937 ο Σοσιαλιστής Χ.
Νεγκρίν) έγιναν ακόμα πιο ασφυκτικές. Στις 10 Φλεβάρη, με τη
διαμεσολάβηση των Βρετανών, οι δυνάμεις του Φράνκο κατέλαβαν τη νήσο
Μινόρκα (η παράδοση μάλιστα έγινε πάνω στο βρετανικό θωρηκτό
«Devonshire»), ενώ στις 14 Φλεβάρη η γαλλική κυβέρνηση αξίωσε με
τελεσίγραφο την παράδοση της Μαδρίτης. Στις 27 Φλεβάρη, Γαλλία και
Βρετανία αναγνώρισαν τη φασιστική Ισπανία διακόπτοντας τις διπλωματικές
τους σχέσεις με την κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου. Το ίδιο έπραξαν και
μια σειρά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, όπως το Εργατικό Κόμμα του Βελγίου.
Στις 4-5 Μάρτη εκδηλώθηκε πραξικόπημα μ’ επικεφαλής το ηγετικό στέλεχος
των Σοσιαλιστών Χ. Μπεστέιρο και το συνταγματάρχη Σ. Κασάντο. Με
κεντρικό σύνθημα «κυβέρνηση χωρίς τους κομμουνιστές» οι Μπεστέιρο και
Κασάντο σχημάτισαν μια «Εθνική Χούντα Άμυνας» η οποία, υπό το πρόσχημα
της «έντιμης ειρήνης», άνοιξε τις πύλες της ισπανικής πρωτεύουσας στα
φασιστικά στρατεύματα. Η Μαδρίτη έπεσε στις 28 Μάρτη 1939. Τρεις μέρες
αργότερα -κι ενώ συντρίβονταν και οι τελευταίοι θύλακες αντίστασης- οι
σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις της Σκανδιναβίας αναγνώρισαν «de jure» το
φασιστικό καθεστώς.
Ούτε όμως στη Γαλλία το Λαϊκό Μέτωπο41
απέτρεψε την πορεία προς το φασισμό και τον πόλεμο. Σε διεθνές επίπεδο,
η κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου έπαιξε πρωταγωνιστικό ενεργό ρόλο στην
υπονόμευση -κι εν τέλει την ήττα- του αγώνα του ισπανικού λαού κατά του
φασισμού (όπως είδαμε ήδη πιο πάνω). Η πολιτική του λεγόμενου
«κατευνασμού», δηλαδή της συνεννόησης και συμβιβασμού με τις δυνάμεις
του Άξονα (με κορυφαία έκφραση τη Συμφωνία του Μονάχου - βλ. στη
συνέχεια), που ακολούθησε, εφαρμόστηκε επίσης από τις δυνάμεις του
Λαϊκού Μετώπου. Η Βουλή του 1939-1940, της περιόδου δηλαδή κατά την
οποία η Γαλλία οδηγήθηκε στην εντυπωσιακή ήττα και συνθηκολόγηση με τη
ναζιστική Γερμανία (σε μόλις 6 βδομάδες), δεν ήταν άλλη από τη Βουλή που
αναδείχτηκε το 1936 μέσ’ από την εκλογική νίκη του Λαϊκού Μετώπου.
Αλλά
και στο εσωτερικό, η κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου υπήρξε το λιγότερο
ανεκτική προς τις δυνάμεις του φασισμού. Ενδεικτική είναι η περίπτωση
της φασιστικής οργάνωσης «Cagoule» που το 1937 έγινε γνωστό ότι σχεδίαζε
τη διενέργεια πραξικοπήματος και την επιβολή φασιστικής δικτατορίας στη
Γαλλία. Έως τότε, η εν λόγω οργάνωση είχε προβεί σε μια σειρά
δολοφονίες (κομμουνιστών, Ιταλών αντιφασιστών που είχαν καταφύγει στη
Γαλλία κλπ.), βομβιστικές ενέργειες και δολιοφθορές (π.χ. σε φορτία που
προορίζονταν για τη Δημοκρατική Ισπανία), ενώ προμηθευόταν όπλα από τη
φασιστική Ιταλία. Παρόλ’ αυτά, η αστυνομία του Σοσιαλιστή υπουργού των
Εσωτερικών του Λαϊκού Μετώπου M. Dormoy συνέλαβε μόλις 71 εξ αυτών κι
«έκλεισε» την υπόθεση. Όλοι τους αποφυλακίστηκαν το 1939, παραμονές του
πολέμου. Την ίδια χρονιά, η γαλλική βουλή έθεσε εκτός νόμου το
Κομμουνιστικό Κόμμα (με πρωτοβουλία μάλιστα του Σοσιαλιστικού Κόμματος,
σύμφωνα με τον Χ. Λαρούζ), ενώ στη συνέχεια έδωσε ψήφο εμπιστοσύνης στο
στρατηγό Φ. Πετέν και τη δωσιλογική κυβέρνηση του Βισί (στο νότιο τμήμα
της Γαλλίας, που έως τα τέλη του 1942 δεν ήταν μεν υπό ναζιστική κατοχή,
αλλά ουσιαστικά υπήρξε δορυφόρος του Άξονα).42
Η ΣΟΣΙΑΛΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΣΤΟ Β΄ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΟ ΠΟΛΕΜΟ
Στην
πορεία προς το Β΄ Παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό Πόλεμο (1939-1945), η
διεθνής σοσιαλδημοκρατία υπήρξε συνεπέστατη στην άρνησή της να μετέχει
σε οποιαδήποτε πρωτοβουλία των κομμουνιστών για την αποτροπή του. Η
Σοσιαλιστική Εργατική Διεθνής αρνήθηκε να λάβει μέρος, τόσο στο Διεθνές
Αντιπολεμικό Συνέδριο του Άμστερνταμ (1932) όσο και των Βρυξελών (1935),
απαγορεύοντας μάλιστα τη συμμετοχή στα μέλη της υπό την απειλή
κυρώσεων.
Τουναντίον, η Συμφωνία του Μονάχου (1938)43, που χαιρετίστηκε από τις άρχουσες τάξεις όλου του κόσμου ως η «ειρήνη της εποχής μας»44 , έγινε δεκτή μ’ ενθουσιασμό και τυμπανοκρουσίες: «Η
2η Διεθνής, πιστό όργανο της παγκόσμιας αστικής τάξης, χαιρέτησε κι
αυτή την “ειρήνη” του Μονάχου. Το αγγλικό εργατικό κόμμα συμμετέσχε στην
προδοσία και είναι χαρακτηριστικό ότι οι δύο “Ιστορίες” του κόμματος…
τόσο αυτή που εκδόθηκε στα 1946 όσο και η άλλη του 1950 δεν αναφέρουν
λέξη για το Μόναχο». Ο ηγέτης της γαλλικής σοσιαλδημοκρατίας και πρωθυπουργός του Λαϊκού Μετώπου Λ. Μπλουμ διαβεβαίωνε από τη μεριά του: «Τώρα μπορούμε να κοιμηθούμε πάλι ήσυχοι». Το ίδιο το Σοσιαλιστικό Κόμμα της Γαλλίας «τάχτηκε σχεδόν ομόφωνα υπέρ της ολέθριας πολιτικής του Μονάχου».
Από τους 149 βουλευτές του στο γαλλικό κοινοβούλιο, μόνο ένας
καταψήφισε μαζί με τους κομμουνιστές την κατάπτυστη συμφωνία. Γάλλοι και
Βρετανοί σοσιαλδημοκράτες δε βρήκαν λέξη να πουν κατά της συμπαιγνίας
των αρχουσών τάξεων των χωρών τους με τις φασιστικές κυβερνήσεις της
Γερμανίας και της Ιταλίας σε βάρος της Τσεχοσλοβακίας. Ταυτόχρονα
υπήρξαν οι καλύτεροι κήρυκες της συνθηκολόγησης με τον Χίτλερ,
δείχνοντας ανοχή προς στις βλέψεις της ναζιστικής Γερμανίας, «βλέποντας»
ως τελικό στόχο την ίδια τη Σοβιετική Ένωση. Παρόμοια στάση κράτησαν
και τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της Πολωνίας και της Ουγγαρίας. Ακόμα
και το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Τσεχοσλοβακίας υιοθέτησε την πολιτική
της συνθηκολόγησης, καλώντας μάλιστα ανοιχτά το λαό ν’ αποδεχτεί τις
απαιτήσεις των Ναζί. Μόνο αργότερα και όταν πλέον «διαπίστωσαν την
ισχυρή αντίδραση της εργατικής τάξης ενάντια στη συναλλαγή του Μονάχου,
τα κόμματα της 2ης Διεθνούς άρχισαν να εκδηλώνουν τη συνηθισμένη τους
αντίθεση στα λόγια (όχι στην πράξη)».45
Το
γεγονός, βέβαια, όπου η σοσιαλδημοκρατία ξεσπάθωσε πλήρως με
αντικομμουνιστικό μένος, μη διστάζοντας να ευθυγραμμιστεί και να γίνει
σύμμαχος του φασισμού, ήταν ο σοβιετοφινλανδικός πόλεμος (30 Νοέμβρη
1939-12 Μάρτη 1940). Με το Β΄ Παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό Πόλεμο να έχει
ήδη ξεκινήσει (1 Σεπτέμβρη 1939) και τη φασιστική στρατιωτική μηχανή να
προελαύνει συνεχώς ανατολικά, η σοβιετική κυβέρνηση πρότεινε τον Οκτώβρη
του ίδιου χρόνου στη Φινλανδία τη σύναψη Συμφώνου Αμοιβαίας Βοήθειας. Η
φινλανδική κυβέρνηση (ένας συνασπισμός μεταξύ του Σοσιαλδημοκρατικού
και του Εθνικού Προοδευτικού Κόμματος)46
απέρριψε την πρόταση αυτή. Κατόπιν η σοβιετική κυβέρνηση πρότεινε στη
Φινλανδία να μετατοπιστούν βορειότερα τα σοβιετοφινλανδικά σύνορα στον
ισθμό της Καρελίας, επειδή απείχαν μόλις 32 χιλιόμετρα από το
Λένινγκραντ, αφήνοντάς το έτσι εκτεθειμένο σε περίπτωση επίθεσης. Σε
αντάλλαγμα η Σοβιετική Ένωση ήταν διατεθειμένη να παραχωρήσει στη
Φινλανδία έκταση διπλάσιου μεγέθους στην περιοχή της Καρελίας.
Ταυτόχρονα ζητούσε με μίσθωση μια μικρή έκταση στην είσοδο του Φιννικού
Κόλπου, για να οργανώσει εκεί ναυτική βάση. Ωστόσο η κατά βάση
σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση της Φινλανδίας, που υπολόγιζε στη στήριξη
τόσο των «δημοκρατιών» (Βρετανίας, Γαλλίας και ΗΠΑ) όσο και των δυνάμεων
του Άξονα, οδήγησε τις διαπραγματεύσεις σε ναυάγιο.
Όταν
στις 30 Νοέμβρη 1939 άρχισαν οι πολεμικές συγκρούσεις, στο πλευρό της
Φινλανδίας έσπευσαν όλοι: Βρετανία, Γαλλία, ΗΠΑ και φασιστική Ιταλία
συνέδραμαν τους Φινλανδούς με στρατιωτικό υλικό, ενώ παράλληλα
προετοιμαζόταν και η αποστολή εκστρατευτικού σώματος δύναμης 150.000
ανδρών, το οποίο όμως δεν έφτασε ποτέ, εφόσον επήλθε η γρήγορη νίκη του
Κόκκινου Στρατού. Ένα γκολικό δημοσίευμα του 1943 θα σχολιάσει σχετικά
με την υπόθεση: «Στα τέλη του 1939-1940 αποτυγχάνει η πολιτική και
στρατιωτική συνωμοσία των Τσάμπερλεν και Νταλαντιέ που σκοπό είχε να
προκαλέσει μια ανατροπή της κατάστασης σε βάρος της Σοβιετικής Ένωσης
και να μπει τέλος στην αντιπαράθεση ανάμεσα στην αγγλογαλλική συμμαχία
και τη Γερμανία μέσω ενός συμβιβασμού και μιας αντι-Κομιντέρν συμμαχίας.
Η συνωμοσία αυτή συνίστατο στην αποστολή ενός αγγλογαλλικού
εκστρατευτικού σώματος για να βοηθήσει τους Φινλανδούς και η επέμβασή
του θα προκαλούσε μια εμπόλεμη κατάσταση με τη Σοβιετική Ένωση»47. Η Συνθήκη Ειρήνης με τη Φινλανδία υπογράφτηκε στις 12 Μάρτη 1940, ικανοποιώντας όλα τα αιτήματα της ΕΣΣΔ.
Όσον
αφορά δε τη σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση συνασπισμού της Φινλανδίας,
αυτή παρέμεινε στην εξουσία, ενώ διευρύνθηκε με τη συμμετοχή του Β.
Ανάλα, στελέχους του φασιστικού κόμματος «Πατριωτικό Λαϊκό Κίνημα».
Παράλληλα ενέτεινε τις αντικομμουνιστικές διώξεις (το Κομμουνιστικό
Κόμμα ήταν παράνομο από το 1930), συλλαμβάνοντας δεκάδες μέλη και
στελέχη του φινλανδικού Συνδέσμου Φιλίας με τη Σοβιετική Ένωση,
απαγορεύοντας την κυκλοφορία της εφημερίδας του «Πυρσός» κι εν τέλει
θέτοντας εκτός νόμου και τον ίδιο το Σύνδεσμο (Δεκέμβρης 1940).
Το
Δεκέμβρη του 1940 ο πρωθυπουργός Ρ. Ριούτι έγινε πρόεδρος της
Φινλανδίας, δίνοντας τη θέση του στον Τζ. Β. Ράνγκελ (επίσης τραπεζίτης,
ανήκων κι αυτός στο ίδιο σύμμαχο Εθνικό Προοδευτικό Κόμμα της
συγκυβέρνησης). Το αμέσως επόμενο διάστημα η φινλανδική κυβέρνηση
πύκνωσε τις επαφές της με τη ναζιστική Γερμανία, ενώ άρχισαν και
μυστικές συνομιλίες για την από κοινού διεξαγωγή πολέμου κατά της
Σοβιετικής Ένωσης. Σύντομα, πάνω από οι μισές εξαγωγές της Φινλανδίας
(σε νίκελ, χαλκό κ.ά.) κατευθύνονταν προς τη Γερμανία. Οι τελευταίοι
σταδιακά συγκέντρωναν όλο και περισσότερα στρατεύματα στο φινλανδικό
έδαφος, στρατολογούσαν στα SS, έφτιαχναν υποδομές στρατιωτικής σημασίας
κ.ο.κ. Στις 25 Ιούνη 1941, τρεις μέρες μετά από την έναρξη της
επιχείρησης «Μπαρμπαρόσα», η Φινλανδία κήρυξε κι αυτή τον πόλεμο στη
Σοβιετική Ένωση, ενώνοντας τις δυνάμεις της με τις υπόλοιπες χώρες του
Άξονα.
Την ίδια περίοδο, «στην
Άπω Ανατολή το γιαπωνέζικο σοσιαλιστικό κόμμα επευφημούσε τις νίκες του
γιαπωνέζικου ιμπεριαλισμού και καλούσε στο δυνάμωμα του
αντικομμουνιστικού συμφώνου (αντι-Κομιντέρν)»48.
Γενικότερα,
κατά την πρώτη περίοδο του πολέμου η διεθνής σοσιαλδημοκρατία όξυνε τον
αντικομμουνισμό, ανταγωνιζόμενη το φασισμό σε αντισοβιετισμό. Όταν το
Φλεβάρη του 1940 -και μεσούσης της σοβιετοφινλανδικής διένεξης- συνήλθε
έπειτα από μακρόχρονο λήθαργο στις Βρυξέλες η Εκτελεστική Επιτροπή της
Σοσιαλιστικής Εργατικής Διεθνούς, κύριο αντικείμενο συζήτησης δεν ήταν η
συγκέντρωση δυνάμεων «για τον αγώνα εναντίον του κινδύνου που
συνιστούσε ο γερμανικός φασισμός, αλλά για ζητήματα καταπολέμησης του
κομμουνισμού. Στις ομιλίες τους ο Μπλουμ και ο Σιτρίν49
κατηγορούσαν τους σοσιαλδημοκράτες των Σκανδιναβικών χωρών γιατί
αργούσαν να αρχίσουν την κινητοποίηση για να βοηθήσουν την Φινλανδία. Τα
ίδια συνθήματα έριχνε και ο Χίλφερντιγκ50
που προσπαθούσε να αποδείξει την ανάγκη άμεσης δράσης των Ενωμένων
Πολιτειών εναντίον της ΕΣΣΔ. Μερικοί από τους ηγέτες της
σοσιαλδημοκρατίας -ο Τάνερ (Φινλανδία), ο Πεϊέρ (Ουγγαρία)- υποστήριζαν
ανοιχτά τους αντιδραστικούς φινλανδικούς κύκλους»51.
Η
Σοσιαλιστική Διεθνής των Νέων, αφού διέγραψε όσες οργανώσεις-μέλη της
παρέκκλιναν από την αντικομμουνιστική γραμμή της διεθνούς
σοσιαλδημοκρατίας (όπως η Ενωμένη Σοσιαλιστική Νεολαία της Ισπανίας, η
Ενωμένη Νέα Φρουρά των Βρυξελών, η Ένωση της Νεολαίας του βρετανικού
Εργατικού Κόμματος κ.ά.), προχώρησε τον Οκτώβρη του 1939 στην ανοιχτή
καταδίκη της ΕΣΣΔ. «Σε πολλές διακηρύξεις και εκκλήσεις τους οι
ηγέτες της Σοσιαλιστικής Διεθνούς Νεολαίας επιμένανε για αποφασιστικές
ενέργειες εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης, ζητούσαν από τις κυβερνήσεις
Τσάμπερλεν και Νταλαντιέ να οργανώσουν εκστρατευτικά σώματα και να τα
στείλουν στην Φινλανδία, να επιβάλουν την αγγλική και γαλλική κυριαρχία
στη Μαύρη Θάλασσα και να δράσουν αμέσως στρατιωτικά εναντίον της ΕΣΣΔ
στον Καύκασο». Ο πρόεδρός της Τ. Νίλσον «και οι σύντροφοί του πρωτοστάτησαν στη συγκρότηση “σώματος εθελοντών”» για να πολεμήσει κατά της Σοβιετικής Ένωσης.52
Η
ρεφορμιστική συνδικαλιστική Διεθνής του Άμστερνταμ, παρότι είχε στις
γραμμές της 17,5 εκατομμύρια μέλη, δεν έκανε το παραμικρό για την
αποτροπή του ιμπεριαλιστικού πολέμου, ενώ μετά από την έκρηξή του
παρέλυσε εντελώς. Παρόλ’ αυτά, υπήρξε υπερδραστήρια στη διάρκεια του
σοβιετοφιλανδικού πολέμου, συγκροτώντας ειδική Φινλανδική Επιτροπή,
Φινλανδικό Ταμείο, τυπώνοντας χιλιάδες προκηρύξεις και φυλλάδια με
αντισοβιετικό περιεχόμενο κ.ο.κ. Την ίδια περίοδο διέγραψε από τη δύναμή
της 629 συνδικαλιστικές οργανώσεις με το αιτιολογικό ότι «ερωτοτροπούσαν με τους κομμουνιστές»53.
Σύμφωνα με τον J. Price, «από πολιτική άποψη η Σοσιαλιστική Εργατική Διεθνής έπαψε να υπάρχει μετά από την κατάρρευση της Γαλλίας»54. Η σοσιαλδημοκρατία ωστόσο συνέχισε να παίζει σε κάθε χώρα τον ποικιλόμορφο βρόμικο ρόλο της.
Στη
Σουηδία, η σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση του Π. Α. Χάνσον, μετά από την
κατάληψη της Δανίας και της Νορβηγίας από τα γερμανικά στρατεύματα,
έδωσε το πράσινο φως στη ναζιστική Γερμανία να χρησιμοποιεί τα λιμάνια
και τους σιδηροδρόμους της χώρας για τη μεταφορά έμψυχου κι άψυχου
πολεμικού υλικού. Έτσι, «μέσα από τη Σουηδία άρχισε να
διαμετακομίζεται γερμανικό πολεμικό υλικό με προορισμό την Φινλανδία.
Γερμανικά μεταφορικά σκάφη μεταφέρανε εκεί στρατεύματα χρησιμοποιώντας
για κρησφύγετο τα χωρικά ύδατα της Σουηδίας και μάλιστα ως το χειμώνα
του 1942-1943 συνοδεύονταν από μονάδες του σουηδικού πολεμικού ναυτικού […] Η πιο ποικίλη βοήθεια -από τα πυρομαχικά ως τα δέματα τροφίμων- έφτανε από τη Σουηδία στη Φινλανδία».
Ταυτόχρονα, η Σουηδία έγινε ο κύριος προμηθευτής της Γερμανίας στο
απαραίτητο για την πολεμική της βιομηχανία σιδηρομετάλλευμα, το οποίο
μετέφερε ανενόχλητα με δικά της πλοία (μιας και η ίδια ήταν δήθεν
«ουδέτερη» χώρα). Η «σχέση» αυτή διακόπηκε από τη σουηδική πλευρά
(«σοφά» σκεπτόμενη), μόνο μετά από τις εποποιίες του Κόκκινου Στρατού
στις μάχες του Στάλινγκραντ και του Κουρσκ το 1943.55
Όταν
τα γερμανικά στρατεύματα εισέβαλαν στη Δανία στις 9 Απρίλη 1940, η
σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση του Θ. Στόουνινγκ δεν πρόβαλε καμιά απολύτως
αντίσταση. Η κατάληψη της Δανίας πραγματοποιήθηκε σχεδόν αμαχητί (οι
απώλειες του στρατού ήταν μόλις 16 άνδρες) και μέσα σε λίγες μόνο ώρες.
Από τη μεριά τους οι Ναζί όχι μόνο δεν κατέλυσαν τις αρχές τοποθετώντας
στη θέση τους κάποια κυβέρνηση δωσίλογων (όπως έπραξαν στις υπόλοιπες
χώρες που κατέλαβαν), αλλά άφησαν ανέγγιχτη τη κυβέρνηση των
Σοσιαλδημοκρατών (στην οποία απλά προστέθηκαν και αντιπρόσωποι από άλλα
αστικά κόμματα), υποσχόμενοι μάλιστα ελάχιστη παρεμβατικότητα στα
εσωτερικά της χώρας. Ο στρατός της Δανίας διατηρήθηκε και δεν
αφοπλίστηκε. Τα αστικά κόμματα επίσης διατηρήθηκαν. Το μόνο κόμμα που
απαγορεύτηκε ήταν -ποιο άλλο;- το Κομμουνιστικό Κόμμα. Η κυβέρνηση του
Στόουνινγκ συνέλαβε εκατοντάδες κομμουνιστές οι οποίοι στάλθηκαν στο
στρατόπεδο συγκέντρωσης του Horserod (Δανία) και κατόπιν του Stutthof
(Γερμανία), όπου πολλοί εξ αυτών άφησαν την τελευταία τους πνοή. Από το
Σεπτέμβρη του 1943 στο Horserod άρχισαν να στέλνονται και μέλη της
δανικής αντίστασης, καθώς κι Εβραίοι της Δανίας. Αμέσως μετά από την
εισβολή του Άξονα στη Σοβιετική Ένωση συγκροτήθηκαν δανικά «εθελοντικά
σώματα» προκειμένου να πολεμήσουν στο Ανατολικό Μέτωπο, ενώ το Νοέμβρη
του 1941 η Δανία προσχώρησε και στο Αντι-Κομιντέρν Σύμφωνο. Στις εκλογές
του 1943 οι Σοσιαλδημοκράτες ενίσχυσαν τα ποσοστά τους (από 42,9% σε
44,5%), ενώ το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα της Δανίας παρέμεινε στάσιμο
(γύρω στο 2%). Μάλλον δε χρειαζόταν… Ωστόσο οι μαζικές απεργίες και οι
διαδηλώσεις που ξέσπασαν το καλοκαίρι του ίδιου έτους (απόρροια και της
γενικότερης αισιοδοξίας - ανάτασης που επέφεραν οι νίκες του Κόκκινου
Στρατού) έφεραν την κυβέρνηση σε πολύ δύσκολη θέση. Έτσι, όταν οι
γερμανικές αρχές απαίτησαν την κήρυξη του στρατιωτικού νόμου, εκείνη
αρνήθηκε. Ως αποτέλεσμα διαλύθηκε η βουλή, ενώ η κυβέρνηση συνέχισε να
υφίσταται μόνο de jure.
Στην
Ουγγαρία, όπου στην εξουσία βρισκόταν η φασιστική δικτατορία του Χόρτι
και η οποία έλαβε μέρος στον πόλεμο με τις δυνάμεις του Άξονα, το
σοσιαλδημοκρατικό κόμμα διατηρήθηκε επίσης στη νομιμότητα.
Στην
Ολλανδία οι σοσιαλδημοκράτες μετείχαν από κοινού με τα υπόλοιπα αστικά
κόμματα και παράγοντες της Εκκλησίας στην «Ένωση των Κάτω Χωρών», μια
πολιτική οργάνωση που συγκροτήθηκε με την άδεια του Ραϊχκομισάριου Τσάις
Ίνκβαρτ, αφότου το Ολλανδικό φασιστικό κόμμα δεν κατάφερε ν’ αποκτήσει
μαζική λαϊκή βάση. Σε μια από τις πρώτες διακηρύξεις της τον Ιούλη του
1940 η «Ένωση των Κάτω Χωρών» διαβεβαίωνε πως «έχει την πρόθεση να
συνεργαστεί νομιμόφρονα με τις αρχές κατοχής»56.
Στο
Βέλγιο, ο πρόεδρος του Εργατικού Κόμματος Χ. ντε Μαν (και σύμβουλος του
βασιλιά Λεοπόλδου), εξέδωσε με την κατάληψη της χώρας από τους Ναζί ένα
μανιφέστο προς όλα τα μέλη του κόμματος, με το οποίο χαρακτήριζε τη
γερμανική κατοχή ως καλοδεχούμενη. «Για τις εργαζόμενες μάζες και για το σοσιαλισμό», τόνιζε, «αυτή η κατάρρευση ενός παρηκμασμένου κόσμου δεν είναι καταστροφή, αλλά λύτρωση»!57
Στη
Γαλλία ο ΓΓ του Σοσιαλιστικού Κόμματος και τέως υπουργός του Λαϊκού
Μετώπου Π. Φορ υποστήριξε ανοιχτά τη δωσιλογική κυβέρνηση του Βισί,
οδηγώντας στην πλήρη αποδιοργάνωση της γαλλικής σοσιαλδημοκρατίας (παρά
τη στάση του αυτή, ο ίδιος δε διαγράφτηκε από το Σοσιαλιστικό Κόμμα παρά
μόνο το 1944). Ο Π. Φορ, βαθύτατα αντικομμουνιστής, υπήρξε
εθνοσύμβουλος και του πρώτου δωσιλογικού κοινοβουλίου, μαζί με μια σειρά
άλλους πρώην «αριστερούς».58 Στα μεσαία
κλιμάκια του κρατικού μηχανισμού του καθεστώτος Βισί υπηρέτησε έως το
1943 και ο μετέπειτα Σοσιαλιστής πρόεδρος της Γαλλίας Φρανσουά Μιτεράν.59
Άλλοι
σοσιαλδημοκράτες φασιστικών ή κατεχόμενων χωρών, που έγιναν
αυτοεξόριστοι, έθεσαν εαυτούς στην υπηρεσία των αρχουσών τάξεων των
ιμπεριαλιστικών κρατών που τους «φιλοξενούσαν». Το αμερικανικό παράρτημα
της οργάνωσης του Γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος στο εξωτερικό
(SOPADE), για παράδειγμα, υπήρξε ιδιαίτερα δραστήριο «στην ενίσχυση του αντικομμουνισμού μέσα στα αμερικανικά συνδικάτα»60. Ένα από τα πιο επιφανή στελέχη της δε, ο Φρ. Στάμπφερ, έφτασε -σύμφωνα με τον Ου. Φόστερ- στο σημείο «να ζητήσει στη Ν. Υόρκη τη συμμαχία με τον Χίτλερ για να στραφούν όλα τα όπλα ενάντια στη Σοβιετική Ένωση»61.
Σε
κάθε περίπτωση πάντως, ο ρόλος της σοσιαλδημοκρατίας ως πολιτικής
δύναμης δεν αναιρεί τον ηρωισμό και την αυτοθυσία που επέδειξαν χιλιάδες
εργάτες κι εργάτριες, φτωχοί αγρότες, απλά μέλη και οπαδοί των
σοσιαλδημοκρατικών και άλλων κομμάτων, μη κομμουνιστές, που πολέμησαν το
φασισμό δίπλα στους κομμουνιστές ή κι έχασαν τη ζωή τους, στα ναζιστικά
στρατόπεδα συγκέντρωσης, στα εκτελεστικά αποσπάσματα κ.ο.κ.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Σοσιαλδημοκρατία
και φασισμός αποτέλεσαν ιστορικά διαφορετικές αστικές επιλογές επιβολής
της εξουσίας του κεφαλαίου, ελέγχου και καταναγκασμού της εργατικής
τάξης, σε διαφορετικές περιόδους ανάπτυξης του καπιταλισμού. Με τη μεν
πρώτη ν’ αποτελεί βασική κυβερνητική επιλογή σε συνθήκες επαναστατικής
ανόδου για τη χειραγώγησή της και στη συνέχεια, μεταπολεμικά, ως
διαχειρίστριας της κεϋνσιανής πολιτικής, σε φάση καπιταλιστικής
ανασυγκρότησης κι ανάπτυξης πάνω στα συντρίμμια του πολέμου. Τη δε
δεύτερη, να επιβάλλεται σε περιόδους αδυναμίας -και της
σοσιαλδημοκρατίας- ν’ απορροφήσει την αστική-πολιτική κρίση, όπου οι
αστικές κοινοβουλευτικές διαδικασίες δεν είναι πλέον αποτελεσματικές κι
απαιτούνται πιο αυταρχικές-δικτατορικές λύσεις.
Η
αναζήτηση από τη μεριά του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος συμμαχιών
με τη σοσιαλδημοκρατία στο πλαίσιο της συγκρότησης «Λαϊκών Μετώπων» για
την αντιμετώπιση του φασιστικού κινδύνου (7ο Συνέδριο Κομμουνιστικής
Διεθνούς) παραγνώριζε όλη την προηγούμενη εμπειρία του επαναστατικού
κινήματος από το ρόλο της σοσιαλδημοκρατίας. Ένα ρόλο, τον οποίο όχι
μόνο δε θ’ αποποιηθεί την κρίσιμη εκείνη περίοδο, αλλά θα «τιμήσει»
πιστά και με συνέπεια όλα τα επόμενα χρόνια. Ακολούθως, αυτή η αναζήτηση
συμμαχιών -ακόμα κι εκεί που δεν υλοποιήθηκε στον ίδιο βαθμό ή με τον
ίδιο τρόπο- είχε πολλαπλές συνέπειες για την πορεία του διεθνούς
κομμουνιστικού κινήματος, οδηγώντας σε απαράδεκτους συμβιβασμούς και
υποχωρήσεις, τόσο στον ιδεολογικοπολιτικό, όσο και τον οργανωτικό τομέα
(π.χ. με τη διάλυση ή τη συγχώνευση των ταξικών συνδικάτων με τα
ρεφορμιστικά, με τη συγχώνευση - σε ορισμένες περιπτώσεις - ακόμα και
των νεολαιών των κομμουνιστικών κομμάτων με τις αντίστοιχες των
σοσιαλιστικών κ.ο.κ.). Η εμπειρία της εν λόγω περιόδου εμπεριέχει
πράγματι πολύτιμα διδάγματα για τη στρατηγική και την πολιτική συμμαχιών
των κομμουνιστικών κομμάτων, με διαχρονική σημασία.
Σήμερα,
η αναβίωση της πεπαλαιωμένης όσο και σάπιας θεωρίας των «δύο άκρων»
έρχεται για μια ακόμη φορά να συσκοτίσει τις πραγματικές
κοινωνικοοικονομικές και πολιτικές αντιθέσεις που ενυπάρχουν στην
καπιταλιστική κοινωνία, με συχνές αναφορές μάλιστα στην ιστορική
εμπειρία του φασισμού και του πολέμου. Όμως, όπως και σήμερα, έτσι και
τότε, η βασική αντίθεση δεν ήταν μεταξύ της «δημοκρατίας» και των
«φασιστικών καθεστώτων», αλλά μεταξύ της αστικής εξουσίας (είτε αυτή
εκφραζόταν μέσ’ από τον αστικό κοινοβουλευτισμό είτε μέσ’ από την αστική
δικτατορία κάθε μορφής) και της εργατικής. Στα παραπάνω έγκειται η
θεμελιακή αντίθεση της εποχής μας, που μπορεί να λυθεί -και θα λυθεί-
μόνο με την επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού και την οικοδόμηση
του νέου κόσμου, του σοσιαλισμού.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
Ο Αναστάσης Γκίκας είναι μέλος του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ.
1.
Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ: «Παγκόσμια Ιστορία», τ. Η1΄-Η2΄, εκδ.
«Μέλισσα», Αθήνα, 1962, σελ. 506. «Στη ρεφορμιστική τάση», σημειώνεται
στο ίδιο, «ανήκαν ονομαστοί κοινοβουλευτικοί παράγοντες, όπως ο Τουράτι,
ο Τρέβες, ο Μοντιλιάνι, που ήταν πολλά χρόνια επικεφαλής του
σοσιαλιστικού κόμματος, καθώς και πολλά συνδικαλιστικά στελέχη, όπως ο
Ντ’ Αραγκόνα, ο Ριγκόλα, ο Μπουότσι, ο Μπαλτέζι».
2.
«Τον Ιανουάριο του 1921 έγινε στο Λιβόρνο συνέδριο του σοσιαλιστικού
κόμματος όπου πήραν μέρος αντιπρόσωποι 172 χιλ. κομματικών μελών. Η
απόφαση των αριστερών που ζητούσαν την ανεπιφύλακτη προσχώρηση στην
Κομμουνιστική Διεθνή και τη διαγραφή των ρεφορμιστών από το κόμμα
συγκέντρωσε 58 χιλ. ψήφους, η απόφαση των ρεφορμιστών 14 χιλ. και η
απόφαση των μαξιμαλιστών [σ.σ. κεντριστών], που προέβλεπε την προσχώρηση
στην Κομμουνιστική Διεθνή, αλλά απόρριπτε την πρόταση για τη διαγραφή
της ρεφορμιστικής πτέρυγας από το κόμμα, συγκέντρωσε 98 χιλ. ψήφους.
Ύστερα από την ψηφοφορία που έγινε στις 21 Ιανουαρίου οι αριστεροί, αφού
δήλωσαν πως αποσχίζονται από το σοσιαλιστικό κόμμα, εγκαταλείψανε το
συνέδριο τραγουδώντας τη “Διεθνή”. Την ίδια μέρα οργάνωσαν το ιδρυτικό
συνέδριο του κομμουνιστικού κόμματος της Ιταλίας» (Ακαδημία Επιστημών
της ΕΣΣΔ: «Παγκόσμια Ιστορία», τ. Η1΄-Η2΄, εκδ. «Μέλισσα», Αθήνα, 1962,
σελ. 512-513).
3. «Popolo d’ Italia», 22 Μάη 1921, στο Ρ. Π. Ντατ: «Σοσιαλδημοκρατία και Φασισμός», ΚΟΜΕΠ, τ. 6/2009, σελ. 125.
4. Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ: «Παγκόσμια Ιστορία», τ. Η1΄-Η2΄, εκδ. «Μέλισσα», Αθήνα, 1962, σελ. 515.
5.
«Αποσπάσματα του Λαού»: Μια από τις μαζικότερες και μαχητικότερες
αντιφασιστικές οργανώσεις στην οποία μετείχαν και οι κομμουνιστές. Το
καλοκαίρι του 1921 η οργάνωση διέθετε σχεδόν 20.000 μέλη.
6. Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ: «Παγκόσμια Ιστορία», τ. Η1΄-Η2΄, εκδ. «Μέλισσα», Αθήνα, 1962, σελ. 515.
7.
Οι διαγραφέντες συγκρότησαν τον επόμενο μήνα το Ενωμένο Σοσιαλιστικό
Κόμμα, το οποίο, το 1930, επανεντάχτηκε στο Σοσιαλιστικό Κόμμα.
8. Ρ. Π. Ντουτ: «Σοσιαλδημοκρατία και Φασισμός», ΚΟΜΕΠ, τ. 6/2009, σελ. 125-126.
9.
Αναφέρεται στο Σοσιαλιστικό Κόμμα και το Ενωμένο Σοσιαλιστικό Κόμμα
(που προήλθε από το πρώτο το 1922 με τη διαγραφή της ρεφορμιστικής του
μειοψηφίας - βλ. πιο πάνω).
10. Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ: «Παγκόσμια Ιστορία», τ. Θ1΄-Θ2΄, εκδ. «Μέλισσα», Αθήνα, 1963, σελ. 100.
11.
Καντελόρο: «Το συνδικαλιστικό κίνημα στην Ιταλία», όπως παρατίθεται στο
Ουίλιαμ Φόστερ: «Ιστορία του παγκόσμιου συνδικαλιστικού κινήματος», τ.
Β΄, εκδ. «Μόρφωση», Αθήνα, 1959, σελ. 138.
12.
Στις εκλογές της 14ης Σεπτέμβρη 1930 οι Σοσιαλδημοκράτες ήρθαν και πάλι
πρώτο κόμμα, αν κι έχασαν 5 ποσοστιαίες μονάδες (24,53%). Δεύτερο ήρθε
το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα του Α. Χίτλερ (του οποίου η εκλογική δύναμη
εκτοξεύτηκε από το 2,6% στο 18,25%). Το Κομμουνιστικό Κόμμα αναδείχτηκε
τρίτο, αυξάνοντας τα ποσοστά του κατά 2,53% (13,13%).
13. Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ: «Παγκόσμια Ιστορία», τ. Θ1΄-Θ2΄, εκδ. «Μέλισσα», Αθήνα, 1963, σελ. 268.
14.
Wolfgang Ruge, «Weimar, Republik auf Zeit», εκδ. «VEB Deutscher
Verlag», 1982, σελ. 262, στο Χρήστου Μπαλωμένου: «Από τον οπορτουνισμό
στην αστική διακυβέρνηση. Το ιστορικό παράδειγμα του SPD», ΚΟΜΕΠ, τ.
4-5/2012, σελ. 162.
15. Οι Σοσιαλδημοκράτες έλαβαν 21,58% (-2,55%) και το Κομμουνιστικό Κόμμα, που ήρθε τρίτο, 14,32% (+1,19%).
16. Ουίλιαμ Φόστερ: «Ιστορία των τριών Διεθνών», εκδ. «Γνώσεις», Αθήνα, σελ. 479.
17. Η. Winkler: «Βαϊμάρη, η Ανάπηρη Δημοκρατία», εκδ. «Πόλις», Αθήνα, 2010, σελ. 254-255.
18.
Χρήστου Μπαλωμένου: «Από τον οπορτουνισμό στην αστική διακυβέρνηση. Το
ιστορικό παράδειγμα του SPD», ΚΟΜΕΠ, τ. 4-5/2012, σελ. 163.
19.
Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ: «Παγκόσμια Ιστορία», τ. Θ1΄-Θ2΄, εκδ.
«Μέλισσα», Αθήνα, 1963, σελ. 273 και Ουίλιαμ Φόστερ: «Ιστορία του
παγκόσμιου συνδικαλιστικού κινήματος», τ. Β΄, εκδ. «Μόρφωση», Αθήνα,
1959, σελ. 480-481. Συγκεκριμένα, οι κομουνιστές πρότειναν στους
σοσιαλδημοκράτες τη συγκρότηση ενιαίου μετώπου κατά του φασισμού τον
Απρίλη του 1932, στις 29 Ιούλη 1932, στις 30 Γενάρη 1933 και στη 1 Μάρτη
1933.
20.
Χρήστου Μπαλωμένου: «Από τον οπορτουνισμό στην αστική διακυβέρνηση. Το
ιστορικό παράδειγμα του SPD», ΚΟΜΕΠ, τ. 4-5/2012, σελ. 163. Ο στρατηγός
Σλάιχερ διετέλεσε προτελευταίος καγκελάριος της Γερμανίας πριν τον Α.
Χίτλερ το διάστημα 2 Δεκέμβρη 1932-28 Γενάρη 1933.
21.
Χρήστου Μπαλωμένου: «Από τον οπορτουνισμό στην αστική διακυβέρνηση. Το
ιστορικό παράδειγμα του SPD», ΚΟΜΕΠ, τ. 4-5/2012, σελ. 164.
22.
Συγκεκριμένα έλαβαν: Το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα 11,73 εκ. ψήφους
(33,09%), το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα 7,25 εκ. (20,44%), το Κομμουνιστικό
Κόμμα 5,98 εκ. (16,86%), το Κόμμα του Κέντρου 4,23 εκ. (11,93%) και το
Εθνικό Λαϊκό Κόμμα 3,79 εκ. (10,69%).
23. Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ: «Παγκόσμια Ιστορία», τ. Θ1΄-Θ2΄, εκδ. «Μέλισσα», Αθήνα, 1963, σελ. 275.
24.
Χέκερτ Φ., Τι συμβαίνει στη Γερμανία;, Βερολίνο, 1945 Ουίλιαμ Φόστερ:
«Ιστορία των τριών Διεθνών», εκδ. «Γνώσεις», Αθήνα, σελ. 482.
25. «Η Κομμουνιστική Διεθνής, 1919-1943», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2009, σελ.172.
26. Ουίλιαμ Φόστερ: «Ιστορία των τριών Διεθνών», εκδ. «Γνώσεις», Αθήνα, σελ. 483.
27.
Οι απόψεις αυτές διατυπώθηκαν στο συνέδριο της Σοσιαλιστικής Εργατικής
Διεθνούς στο Παρίσι τον Αύγουστο του 1933. Βλ. Ι. Krivoguz: «The Second
International, 1889-1914», εκδ. «Progress», Moscow, 1989, σελ. 377.
28.
Βλ. H. A. Marquand et al, «Organized labor in four continents», σελ.
104 και F. Heckert, «What is happening in Germany?», σελ. 22, στο
Ουίλιαμ Φόστερ: «Ιστορία του παγκόσμιου συνδικαλιστικού κινήματος», τ.
Β΄, εκδ. «Μόρφωση», Αθήνα, 1959, σελ. 100.
29. Ουίλιαμ Φόστερ: «Ιστορία του παγκόσμιου συνδικαλιστικού κινήματος», τ. Β΄, εκδ. «Μόρφωση», Αθήνα, 1959, σελ. 101.
30.
Ουίλιαμ Φόστερ: «Ιστορία των τριών Διεθνών», εκδ. «Γνώσεις», Αθήνα,
σελ. 483 και Ουίλιαμ Φόστερ: «Ιστορία του παγκόσμιου συνδικαλιστικού
κινήματος», τ. Β΄, εκδ. «Μόρφωση», Αθήνα, 1959, σελ. 100.
31.
Ουίλιαμ Φόστερ: «Ιστορία των τριών Διεθνών», εκδ. «Γνώσεις», Αθήνα,
σελ. 483 και Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ: «Παγκόσμια Ιστορία», τ.
Θ1΄-Θ2΄, εκδ. «Μέλισσα», Αθήνα, 1963, σελ. 435-436.
32. R. P. Dutt, «Fascism and Social Revolution», εκδ. «Proletarian Publishers», Chicago, 1974, σελ. 163.
33.
Ο. Bauer, «Tactical Lessons of the Austrian Catastrophe», στο
«International Information», 8 Μάρτη 1934, R. P. Dutt, «Fascism and
Social Revolution», εκδ. «Proletarian Publishers», Chicago, 1974, σελ.
163.
34.
Βλ. Ο. Μπάουερ: «Η Αυστριακή Δημοκρατία μέσα στις φλόγες», σελ. 34, στο
Ουίλιαμ Φόστερ: «Ιστορία του παγκόσμιου συνδικαλιστικού κινήματος», τ.
Β΄, εκδ. «Μόρφωση», Αθήνα, 1959, σελ. 100 και Ουίλιαμ Φόστερ: «Ιστορία
των τριών Διεθνών», εκδ. «Γνώσεις», Αθήνα, σελ. 502.
35.
Βλ. αντίστοιχα Ουίλιαμ Φόστερ: «Ιστορία των τριών Διεθνών», εκδ.
«Γνώσεις», Αθήνα, σελ. 525 και Θανάση Παπαρήγα: «Δεύτερος Παγκόσμιος
Πόλεμος», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1996, σελ. 38-39. Η εξέγερση των
Αστουριών ξεκίνησε ως απεργία των εργαζομένων στα ορυχεία και τελικά
καταπνίγηκε στο αίμα έπειτα από επέμβαση του στρατού (συντονιστής της
οποίας υπήρξε ο μετέπειτα φασίστας δικτάτορας Φ. Φράνκο). Ως αποτέλεσμα,
σχεδόν 3.000 εργάτες δολοφονήθηκαν, ενώ άλλοι 30.000-40.000
φυλακίστηκαν.
36. «Κομμουνιστική Διεθνής, 1919-1943», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2009, σελ. 192.
37. Θανάση Παπαρήγα: «Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1996, σελ. 39.
38.
«Σύμφωνα με τα στοιχεία της πρεσβείας στη Μαδρίτη», αναφέρει ο Θ.
Παπαρήγας, «οι ΗΠΑ έδωσαν συνολικά 1.886.000 τόνους καυσίμων, ενώ τρεις
εταιρίες (η Φορντ, η Στουντεμπέικερ και η Τζένεραλ Μότορς) έδωσαν 12.000
φορτηγά.» (Θανάση Παπαρήγα: «Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος», εκδ.
«Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1996, σελ. 50). Για τη Βρετανία βλ. R. Fraser,
«Blood of Spain: An Oral History of the Spanish Civil War», εκδ.
«Pantheon», New York, 1979, σελ. 279, 410.
39.
Το σπάσιμο του εμπάργκο δεν ήταν απλή υπόθεση: Χιλιάδες φορτία
κατασχέθηκαν στα σύνορα με τη Γαλλία, ενώ πολλά σοβιετικά πλοία δέχτηκαν
επίθεση και βυθίστηκαν στην προσπάθειά τους να μεταφέρουν βοήθεια στο
μαχόμενο ισπανικό λαό. Η
ΕΣΣΔ
κινδύνεψε να χάσει το μισό εμπορικό της στόλο σ’ αυτήν την προσπάθεια.
Παρόλ’ αυτά, η σοβιετική βοήθεια υπήρξε πολύτιμη, μετρώντας συνολικά 806
αεροπλάνα, 362 τανκς και 1.555 πυροβόλα όπλα (χώρια η βοήθεια σε
τεχνική υποστήριξη και ανθρώπινο δυναμικό). Βλ. Academy of Sciences of
the USSR, «International Solidarity with the Spanish Republic,
1936-1939», εκδ. «Progress», Moscow, 1974, σελ. 329-330.
40. Θανάση Παπαρήγα: «Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1996, σελ. 41-42.
41.
Το Λαϊκό Μέτωπο στη Γαλλία συγκροτήθηκε στις 30.5.1935 από το
Κομμουνιστικό, το Σοσιαλιστικό, το Ριζοσπαστικό, το
Ριζοσπαστικό-Σοσιαλιστικό και το Δημοκρατικό-Σοσιαλιστικό Κόμμα. Την
επόμενη χρονιά το Μέτωπο κέρδισε τις εκλογές και σχημάτισε κυβέρνηση με
πρωθυπουργό τον ηγέτη του Σοσιαλιστικού Κόμματος Λ. Μπλουμ. Το ΚΚΓ δε
μετείχε στην κυβέρνηση, στήριξε όμως την κοινοβουλευτική πλειοψηφία του
Λαϊκού Μετώπου έως την έκρηξη του ισπανικού εμφυλίου, όταν και διαφώνησε
με τη στάση των Σοσιαλιστών-Ριζοσπαστών και ήρε την υποστήριξή του. Ο
Λ. Μπλουμ παρέμεινε πρωθυπουργός έως τις 10 Απρίλη 1938 (παρεμβλήθηκε η
πρωθυπουργία του Κ. Σοτά του Ριζοσπαστικού Κόμματος, 22 Ιούνη 1937 - 13
Μάρτη 1938), όταν τον διαδέχτηκε ο Ε. Νταλαντιέ (ηγέτης του
Ριζοσπαστικού-Σοσιαλιστικού Κόμματος).
42.
Χ. Λαρούζ : «Ο οπορτουνισμός στο ενιαίο μέτωπο ενάντια στο φασισμό: Οι
διεθνείς πηγές του», στην ΚΟΜΕΠ, τ.1/2009, σελ. 86, Θανάση Παπαρήγα:
«Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1996, σελ.
35, «Κομμουνιστική Διεθνής, 1919-1943», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα,
2009, σελ. 183-184.
43.
Η Συμφωνία του Μονάχου, που επιτεύχθηκε μεταξύ της ναζιστικής Γερμανίας
και της φασιστικής Ιταλίας από τη μια και της Γαλλίας και της Βρετανίας
από την άλλη, υπογράφτηκε στις 30 Σεπτέμβρη 1938 και προέβλεπε το
διαμελισμό και τελικά την παράδοση της Τσεχοσλοβακίας στον Χίτλερ, ενώ
ουσιαστικά άνοιγε διάπλατα το δρόμο της φασιστικής πολεμικής μηχανής
προς Ανατολάς (δηλαδή τη Σοβιετική Ένωση). Μόνο η ΕΣΣΔ προθυμοποιήθηκε
να συνδράμει την Τσεχοσλοβακία. Η τσεχοσλοβακική κυβέρνηση ωστόσο
επέλεξε να μην αξιοποιήσει το σχετικό σύμφωνο μεταξύ των δύο χωρών που
προέβλεπε τη σοβιετική στρατιωτική βοήθεια σε περίπτωση γερμανικής
επίθεσης.
44.
Η ρήση ήταν του Βρετανού πρωθυπουργού Ν. Τσάμπερλεν και διατυπώθηκε σε
λόγο του στις 30 Σεπτέμβρη 1938 κατά την επιστροφή του από το Μόναχο,
όπου μόλις είχε υπογραφεί η σχετική συμφωνία.
45. Ουίλιαμ Φόστερ: «Ιστορία των τριών Διεθνών», εκδ. «Γνώσεις», Αθήνα, σελ. 533-534.
46.
Στις εκλογές τον Ιούλη του 1939 το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα είχε έρθει
πρώτο με μεγάλη διαφορά συγκεντρώνοντας το 39,77% των ψήφων.
Πρωθυπουργός ορίστηκε ο πρώην τραπεζίτης Ρίστο Ριούτι του κατά πολύ
μικρότερου Εθνικού Προοδευτικού Κόμματος (4,81%), με το οποίο οι
σοσιαλδημοκράτες σχημάτισαν κυβέρνηση.
47. «Petite encyclopedie politique du monde», σελ. 136.
48.
Ουίλιαμ Φόστερ: «Ιστορία των τριών Διεθνών», εκδ. «Γνώσεις», Αθήνα,
σελ. 534. Το αντι-Κομιντέρν Σύμφωνο (κατά της Κομμουνιστικής Διεθνούς
δηλαδή) υπογράφτηκε στις 25 Νοέμβρη 1936 μεταξύ της ναζιστικής Γερμανίας
και της Ιαπωνίας. Τα επόμενα χρόνια στο Σύμφωνο προσχώρησαν άλλες 10
χώρες.
49.
Στέλεχος του Βρετανικού Εργατικού Κόμματος και ΓΓ του βρετανικού
Συμβουλίου των Συνδικάτων. Ο Σιτρίν έγινε ιδιαίτερα γνωστός στη χώρα μας
το 1945, όταν ανέλαβε κεντρικό ρόλο στην αντιμετώπιση του Εργατικού
Αντιφασιστικού Συνασπισμού (ΕΡΓΑΣ) και την αποκατάσταση του κρατικά
ενσωματωμένου συνδικαλισμού.
50. Στέλεχος του Γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος κι εκπρόσωπός του στη Σοσιαλιστική Εργατική Διεθνή.
51. Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ: «Παγκόσμια Ιστορία», τ. Ι1΄-Ι2΄, εκδ. «Μέλισσα», Αθήνα, 1965, σελ. 824-825.
52. Ό.π., σελ. 825.
53. Ό.π., σελ. 825-826.
54. J. Price, «The International Labour Movement», εκδ. «Oxford University Press», London, 1945, σελ. 216.
55. Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ: «Παγκόσμια Ιστορία», τ. Ι1΄-Ι2΄, εκδ. «Μέλισσα», Αθήνα, 1965, σελ. 393-394.
56. Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ: «Παγκόσμια Ιστορία», τ. Ι1΄-Ι2΄, εκδ. «Μέλισσα», Αθήνα, 1965, σελ. 85.
57. Στο Μ. Mazower, «Black Continent: Europe’s Twentieth Century», εκδ. «Palgrave/ Macmillan», New York, 1994, σελ. 144.
58.
«The Montreal Gazette», 25 Γενάρη 1941. Βλ. επίσης T.C. Imlay, «Facing
the Second World War: Strategy, politics and Economics in Britain and
France, 1938-1940», εκδ. «Oxford University Press», Oxford, 2003,
ιδιαίτερα σελ.141-185.
59. R. Belot, «La Résistance sans De Gaulle», εκδ. «Fayard», Paris, 2006.
60. «Biographisches Handbuch», p. 720, στο:http://www.jewishgen.org/austriaczech/ towns/kolodeje/stampfer.html
61. Ουίλιαμ Φόστερ: «Ιστορία των τριών Διεθνών», εκδ. «Γνώσεις», Αθήνα, σελ. 587.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου